Ζαθέη ( δεύτερο απόσπασμα)

2022-07-08

Φωτιά!

Φωτιά στον ουρανό!

Πορτοκαλί λάμψεις καλύπτουν τα πάντα!

Μαύρο.

Ξανά μαύρο!

Φώτα!

Χιλιάδες φώτα!

Χιλιάδες φώτα σε περίεργους σχηματισμούς!

Φωτιά!

Τα φώτα κουνιούνται, μεγάλη ταχύτητα!

Φωτιά!

Μαύρο. Ξανά μαύρο!

Όλα καίγονται. Φωτιά!

Όλοι είναι νεκροί.

Κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί από τη Μεγάλη Μητέρα...


Φωτιές στον ουρανό. Λάμψεις. Είναι αστέρια! Τα αστέρια κουνιούνται! Χορεύουν επάνω στο ουράνιο στερέωμα, μετακινούνται, προσπαθούν να πουν κάτι! Ο oυρανός έχει πάρει φωτιά! Τα πάντα γυρίζουν γύρω από τη Φωτεινή! Η Φωτεινή είναι το κέντρο του σύμπαντος! Κλείνει τα μάτια της, αφήνεται στην περιστροφή.

- Φωτεινούλα;


Είναι ο Δημήτρης. Τα μάτια του... Τα μάτια του, είναι τόσο λαμπερά... Είναι τόσο όμορφο παιδί, η Φωτεινή αφήνεται στη ζέστη της παρουσίας του. Τόσο όμορφα μάτια, τόσο όμορφα, χάνεσαι σε αυτά...

- Φωτεινούλα; Είσαι καλά;


Της αρέσει που τη νοιάζεται... Η Φωτεινή νιώθει τις δονήσεις, τα χρώματα... Νιώθει τα αστέρια... Η Φωτεινή έχει γίνει Ένα με το Σύμπαν... Το Σύμπαν είναι τα μάτια του... Οι τζίβες από τα πλούσια μαλλιά της πετάνε στον αέρα ακολουθώντας την κίνηση του κεφαλιού της και χαϊδεύουν στοργικά τον απαλό λαιμό της. Οι χάντρες επάνω τους λαμπυρίζουν στο φως της σελήνης.

- Αφέσου στο vibe...

- Φωτεινούλα, μάλλον κάτι είχε μέσα αυτό το νεραντζάκι... Είσαι καλά;

- Είμαι καλά... Είμαι πολύ καλά... Είμαι Ένα με το Σύμπαν... Νιώθω το vibe...!

- Α, εντάξει, αφού το νιώθεις το vibe, καλά είσαι...!

  Ο Δημήτρης, αγνοώντας τη δύναμη του vibe, σιγουρεύεται ότι η Φωτεινή απλά παραληρεί και κατά τα άλλα χαίρει άκρας υγείας, και αποφασίζει να την αφήσει να συνέλθει. Το πόδι του τον πονάει αφόρητα. Χάνοντας τις αισθήσεις του, ξέχασε για λίγο τη μάχη που έδωσε με το κυνόμορφο τέρας. Τα κύματα πόνου όμως σύντομα του υπενθύμισαν πως γράφτηκε πραγματικά η ιστορία και ότι συνέβη στα αλήθεια. Το αίμα έχει ξεραθεί γύρω από την πληγή, είναι βαθιά. Ένα κομμάτι της σάρκας του κρέμεται ξεσκισμένο. Τρίβει τη γάμπα του για να απαλύνει τον πόνο και να βοηθήσει το κυκλοφορικό του να επανέλθει. Λύνει το αθλητικό του παπούτσι για να βγάλει την κάλτσα του και να μπορέσει να το δέσει με κάποιον τρόπο.

  Αρχίζει να περιεργάζεται τον χώρο με τα μάτια του. Ξύπνησαν ξαπλωμένοι επάνω σε μία γρανιτένια τάβλα. Γύρω τους μπορεί να διακρίνει διάφορους σπασμένους κίονες, μάρμαρα και μισογκρεμισμένα πέτρινα τοιχάκια. Μυρτιές και κουμαριές φυτρώνουν μέσα στο χώμα ανάμεσα στα αρχαία γκρεμίσματα συνδυάζοντας έτσι την αρχιτεκτονική με τη διακόσμηση, ενώ σε απόσταση μπορεί να διακρίνει ελιές να απολαμβάνουν τον βραδινό τους ύπνο, παραδομένες στο μονότονο νανούρισμα των τζιτζικιών. Μία συστάδα από κίονες λούζεται με το φως των αστεριών κάπου μπροστά του. Βρίσκονται στο Ιερό των Μεγάλων Θεών. Αναγνωρίζει τον χώρο από τις φωτογραφίες στους τουριστικούς οδηγούς. Πώς πήγαν ως εκεί; Δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτα. Μηχανικά, βάζει το αριστερό του χέρι στην τσέπη για να πιάσει το κινητό του, όμως το τηλέφωνο δε βρίσκεται πια εκεί.

  Το φεγγάρι, γεμάτο και στρογγυλό, κάνει νάζια και κρύβεται πίσω από ένα σύννεφο, σχηματίζοντας έτσι έναν θολό, δυσοίωνο κύκλο στον ουρανό. Η νύχτα είναι ιδιαίτερα ζεστή αλλά ευτυχώς περιοδικά φυσάει ένα ανακουφιστικό απαλό αεράκι. Το αεράκι, πέρα από τα αρώματα των κοιμώμενων θάμνων και των κεφάτων νυχτολούλουδων, φέρνει μαζί του μια οικία και έντονη οσμή. Ο Δημήτρης διακόπτει απότομα την έκσταση της Φωτεινής, η οποία λικνίζεται ημιαισθησιακά στο θρόισμα των φύλλων, έχοντας τα μάτια της μισόκλειστα.

- Ε... Φωτεινούλα... δεν θέλω να σου το χαλάσω, αλλά νομίζω ότι κάποιος την πίνει!

  Ακαριαία σαν να την τράβηξαν από την πρίζα, η Φωτεινή διακόπτει τον χορό της για να συνειδητοποιήσει ότι η παρατήρηση του Δημήτρη μάλλον κρύβει μία έντονη δόση εγκυρότητας. Ασθμαίνεται λίγο τον νυχτερινό αέρα για να το επιβεβαιώσει. Όντως! Τινάζεται απότομα όρθια χωρίς να πει κάτι και σαν έμπειρο λαγωνικό αρχίζει να ακολουθεί τη μυρωδιά, κυνηγώντας τα ντουμάνια σε ένα λιθόστρωτο μονοπάτι. Δε μοιάζει να απορεί καθόλου για την περίεργη τοποθεσία όπου βρίσκονται και το τι ακριβώς μπορεί να είχε προηγηθεί. Τα δερμάτινα σανδάλια της έχουν γεμίσει χώμα, αλλά παρόλα αυτά τη διευκολύνουν στο τρέξιμο. Ο Δημήτρης την ακολουθεί σιωπηλός κουτσαίνοντας, με όσο το δυνατόν πιο γρήγορο βηματισμό.

  Η κοπέλα στρίβει σε μία γωνία με αρκετούς γκρεμισμένους κίονες, χρειάζεται να περάσει πάνω από μία κίτρινη κορδέλα που αποτρέπει την πρόσβαση των επισκεπτών. Ανάμεσα σε κάτι σπασμένα μάρμαρα, βρίσκεται καθισμένος ένας άνθρωπος. Διακρίνουν μόνο μία σκιά.

- Είναι κανείς εδώ; ρωτάει προσεκτικά η Φωτεινή από απόσταση.

  Ο άνθρωπος κουνιέται ελαφρά ως αντίδραση. Η Φωτεινή και ο Δημήτρης πλησιάζουν ακόμα περισσότερο προκειμένου να μπορέσουν να εξετάσουν καλύτερα ποιος βρίσκεται εκεί. Το μεγάλο σύννεφο αποφασίζει να μετακινηθεί από τη θέση του μπροστά από το φεγγάρι, σαν να θέλει να τους βοηθήσει στην παρατήρηση. Είναι ένας άντρας. Είναι αρκετά μεγαλόσωμος και ψηλός, αλλά το πρόσωπο του φανερώνει ότι δεν είναι πάνω από είκοσι χρονών. Τα μαλλιά του χρειαζόντουσαν ήδη κούρεμα τουλάχιστον δυο μήνες πριν, και το ξυράφι του αποφάσισε να του δώσει διαζύγιο κάποια στιγμή μέσα στο καλοκαίρι. Κρίνοντας από την οσμή που αναδύεται από το σώμα του, μάλλον και η σχέση του με το σφουγγάρι είναι εξίσου προβληματική. Ο νεαρός μόλις πιάστηκε στα πράσα με ένα τεράστιο τσιγάρο στο δεξί του χέρι. Είναι τόσο μεγάλο που εάν το έστρεφε λίγο πιο αριστερά, θα μπορούσε να βρεθεί σε απόλυτη ευθυγράμμιση για την απερίσπαστη παρατήρηση του Πλούτωνα στον νυχτερινό ουρανό. Τους κοιτάει χωρίς να εντυπωσιαστεί από το μεταμεσονύχτιο συναπάντημα.

- Ελάτε παιδιά, αράξτε!

- Ε... Να αράξουμε πού; Απαντάει η Φωτεινή έχοντας αφήσει ήδη πίσω της την κατάσταση που βρισκόταν λίγα λεπτά πριν, επανακτώντας άμεσα τον δυναμικό της χαρακτήρα.

- Εδώ δίπλα, έχει ωραία δροσιά.

- Ε... Βιαζόμαστε, νομίζω; Γέρνει λίγο λοξά το κεφάλι της για να τον κοιτάξει πλονζέ.

- Βιάζεστε να πάτε πού; Είναι ήδη όλοι νεκροί. Η φωνή του είναι αδικαιολόγητα ψύχραιμη συναρτήσει της βαρύτητας των νέων που μόλις ανήγγειλε.

- Τι εννοείς;

- Εννοώ ότι είναι όλοι νεκροί! Νεκροί, you know, καπούτ, ντεντ, πώς το λένε! Της απαντάει, κοιτάζοντάς την πίσω κοντρπλονζέ.

- Ρε μαν, αυτό το πράγμα δεν αδειάζει, στον σταυρό που σου κάνω! Συμπληρώνει, και σηκώνει ένα νάιλον σακουλάκι γεμάτο με χόρτο προς το μέρος του Δημήτρη.

- Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα! Η Φωτεινή αγανακτεί.

  Ο νεαρός κουνάει το κεφάλι του γεμάτος κατανόηση και της προτείνει το τσιγάρο του, πιστεύοντας ακράδαντα ότι έχει βρει τη λύση στο τόσο σοβαρό πρόβλημα που τη βασανίζει.

- Όχι, όχι, αρνείται η Φωτεινή. Δεν κατάλαβες, υπάρχει θέμα! Η Νίκη αγνοείται... Ο Πολ θα πεθάνει αν δε βρούμε βοήθεια... Και η γριά... Η γριά πήγε να μας σκοτώσει με το νεραντζάκι! Η κοπέλα νιώθει τον πανικό να της χτυπάει την πόρτα, καθώς αντιλαμβάνεται τη ματαιότητα του να προσπαθήσει να εξηγήσει την κατάσταση.

- Πως βρέθηκες εδώ πάνω; Το πιάνει ο Δημήτρης για να της δώσει χρόνο να χαλαρώσει.

- Μια κρέπα ήθελα να πάρω.

- Κάνουν κρέπες στο Ιερό;

- Όχι, στη Χώρα. Αλλά Είναι όλοι νεκροί. Σε δωμάτιο μείναμε, δεν τα μπορώ εγώ αυτά τα χίπικα. Διακοπές σημαίνει άραγμα, όχι να τρέχεις όλη μέρα πάνω-κάτω και να χώνεις παλούκια μέσα στο χώμα.

- Συνέχισε...;

- Ε, και κάποια στιγμή, λαχτάρισα κι εγώ μια κρέπα σαν άνθρωπος. Μου είχανε πει για ένα σαντουιτσάδικο που κάνει φοβερές κρέπες, αλλά τελικά δεν ήταν κανένας ζωντανός.

- Τι εννοείς δεν ήταν κανένας ζωντανός;

- Δεν υπάρχει κανείς στην πόλη. Κανένας άνθρωπος. Έχουν πεθάνει όλοι!

- Μήπως απλά δε βρήκες κάποιον τέτοια ώρα;

- Όχι σας λέω, από χθες γυρνάω κάτω. Δεν υπάρχει κανείς! Απαντάει ο άγνωστος νέος δυνατά, φυσώντας ταυτόχρονα ένα τσουλούφι που αποφάσισε να κάνει μπάντζι τζάμπινγκ μπροστά στο πρόσωπό του.

- Κανείς; Είσαι σίγουρος ότι ε... Αυτό που πίνεις...

- Αυτό που πίνω μα τον Θεό δεν αδειάζει, και σου το υπογράφω. Αν το υπογράψει ο Αργύρης, είναι υπογραφή!

- Να υποθέσουμε ότι ο υπογράφων είσαι εσύ;

- Να το υποθέσετε.

- Και πως βρέθηκες εδώ πάνω Αργύρη;

- Δε θυμάμαι, έψαχνα για κρέπα.

  Ο Δημήτρης είναι έτοιμος να μπήξει τις φωνές καθώς προσπαθεί να συγκρατήσει τα νεύρα του, αλλά την κατάλληλη στιγμή η Φωτεινή ακουμπάει απαλά το χέρι της στον ώμο του και τον κοιτάει κατάματα. Πρώτη φορά προσέχει πόσο εκφραστικά είναι τα μάτια αυτού του κοριτσιού. Δε χρειάστηκε να αρθρώσει λέξη, σχεδόν άκουσε τη σκέψη της να σχηματίζεται: «Δείξε λίγη κατανόηση, πιτσιρικάς είναι, δεν έχουμε άλλη επιλογή».

- ...Πάμε πάλι από την αρχή, Αργύρη. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και δίνει μια δεύτερη ευκαιρία στον διάλογο.

- Ήσουν σε ένα δωμάτιο στην πόλη. Σωστά;

- Yep!

- Με τους φίλους σου, σωστά;

- Yep!

- Οι φίλοι σου πού είναι;

- Εξαφανίστηκαν.

- Τι εννοείς εξαφανίστηκαν;

- Ήμασταν στο δωμάτιο στη Χώρα. Είχαμε μόλις επιστρέψει από το μπάνιο. Ο Κυριάκος έκανε ντους και ο Μάκης έστριβε να πιούμε τίποτα να χαλαρώσουμε. Εγώ έκοβα μαρούλια για να φτιάξω σάντουιτς. Να φάμε και καμία πρασινάδα ξέρω 'γώ, γιατί κάθε μέρα σουβλάκια φάση, το κουράσαμε...

- Μέχρι εδώ όλα καλά.

- Ε, όταν τελείωσα με τα σάντουιτς δεν τους βρήκα. Τη μία ήταν στο δωμάτιο και στρίβανε, και την άλλη τσουπ, απλά δεν ήταν κανένας εκεί!

  Ο συνειρμός με την περίπτωση της Νίκης, είναι αναπόφευκτος.

- Μήπως πήγαν κάπου βόλτα; ρωτάει η Φωτεινή. Το ενδιαφέρον της έχει αρχίσει να κεντρίζεται αισθητά.

- Βγήκα να τους ψάξω. Δεν ήταν πουθενά. Ούτε αυτοί, ούτε κανείς άλλος.

- Και τελικά;

- Τελικά κρέπα δε βρήκα, αλλά σταμάτησα σε ένα περίπτερο και τζούρνεψα κάτι κρουασάν με σοκολάτα. Με ΕΞΤΡΑ σοκολάτα! Δε θα λείψουν σε κανέναν σκέφτηκα, αφού έχουν πεθάνει όλοι. Θες; Πάρε όσα τραβάει η καρδιά σου, σου λέω ούτε αυτά αδειάζουν! Προτείνει προς το μέρος τους μια σακούλα μέσα στην οποία βρίσκονται χύμα αρκετά σοκολατένια κρουασάν.

   Η Φωτεινή με τη σειρά της έχει αρχίσει να παραδίδει τα όπλα της στο βάθρο της Υπομονής. Τραβάει τον Δημήτρη λίγο παραδίπλα για να του μιλήσει κατ' ιδίαν, κίνηση η οποία κρίνοντας από την επαφή του Αργύρη με το περιβάλλον, μάλλον ήταν περιττή.

- Αυτή η ιστορία με το άδειασμα έχει αρχίσει να με εκνευρίζει... Μουρμουράει νευρικά δαγκώνοντας απαλά το σκουλαρίκι που βρίσκεται στο χείλος της.

- Και εμένα. Τι κάνουμε τώρα;

- Πάμε πίσω στο camp. Πιθανότατα η Σάρα θα έχει επιστρέψει με βοήθεια, και εγώ δεν αισθάνομαι πολύ καλά ακόμα... Και αν βρούμε κάποιον στον δρόμο μας, σωθήκαμε...

- Και αυτός;

- Παίρνουμε και τον κόκκαλο μαζί μας.

- Καλώς.

- Δημήτρη; Αυτά που λέει... Λες να είναι αλήθεια; η Φωτεινή για πρώτη φορά, δείχνει ανήσυχη.

- Λέω πως πρέπει να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και να μη βιαζόμαστε να βγάζουμε συμπεράσματα...

  Τον διάλογο διακόπτει ξαφνικά μια μεγάλη λευκή κουκουβάγια η οποία επέλεξε να πραγματοποιήσει χαμηλή πτήση ακριβώς μπροστά τους, προκειμένου να αρπάξει ένα μικρό ποντίκι από το σβέρκο πριν ξαναχαθεί στον νυχτερινό ουρανό το ίδιο γρήγορα και αθόρυβα όσο εμφανίστηκε. Η απόλυτη ησυχία που επικρατεί στην περιοχή έχει κάτι το ανατριχιαστικό. Οι δύο νέοι κοντοστάθηκαν για λίγες στιγμές νιώθοντας δέος για μεγαλείο της φύσης, και συλλογίστηκαν αυτόματα τη δική τους μικρότητα μπροστά της.

- Αργύρη έλα, φύγαμε. Θα έρθεις μαζί μας στο camp. Ανακοινώνει αποφασιστικά ο Δημήτρης.

- Μπα, ας αράξουμε λίγο ρε παιδιά, που να τρέχουμε μέσα στη νύχτα, ούτως ή άλλως είναι ήδη όλοι νεκροί, αράχτε λίγο...

- Έλα μαζί και θα σου φτιάξω κρέπα! Δίνει τη λύση η Φωτεινή.

  Τα μάτια του Αργύρη άστραψαν λίγο μέσα στη θολούρα τους. Σηκώνεται βαριεστημένα και ετοιμάζεται να τους ακολουθήσει, αδιαφορώντας για το άλμα λογικής του πως μπορεί η Φωτεινή να φτιάξει κρέπα στα κατσάβραχα.

Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε