Ζαθέη (απόσπασμα)

«Γραία»
Η Φωτεινή λαχανιασμένη προσπαθεί να προλάβει τον βηματισμό του Δημήτρη, ο οποίος εμφανέστατα υπερτερεί σε φυσικές επιδόσεις. Τρείς φορές την εβδομάδα τρέξιμο ανελλιπώς και κανένα μπασκετάκι μια στο τόσο με τα παιδιά, αποδεικνύονται περισσότερο αποδοτικά στο χτίσιμο αντοχής από τα αργόσχολα μπανιαρίσματα στα ζεστά νερά της Ταϊλάνδης και την γιόγκα σιάτσου με τις πρώτες ακτίνες του φωτός. Οι δύο νέοι περπατάν αρκετές ώρες σε δύσβατα μονοπάτια και έχουν ήδη κουραστεί. Το τοπίο έχει αγριέψει και τους έχει πάρει το απόγευμα, τα πράγματα διαγράφονται δυσοίωνα για το αν τελικά θα προλάβουν να φτάσουν κάπου προτού νυχτώσει.
Ξαφνικά, το περίγραμμα ενός σπιτιού αρχίζει να διαφαίνεται μέσα από τα δέντρα και τις φτέρες. Πλησιάζουν ανυπόμονα. Παρατηρούν ότι πρόκειται για μια παλιά αγροικία. Η αρχιτεκτονική είναι μάλλον ανύπαρκτη. Μοιάζει με ένα κυκλαδίτικο σπίτι φυτεμένο στην κορυφή του βουνού. Άσπρο με μπλε παράθυρα, έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με τα πετρόχτιστα οικήματα της περιοχής με τα καφετιά κεραμίδια. Το σπίτι πλαισιώνεται από έναν μεγάλο λαχανόκηπο και μερικά ασβεστωμένα κοτέτσια.
Η Φωτεινή βρίσκεται λίγα μέτρα πιο πίσω, ξαποσταίνοντας λαχανιασμένη. Πλησιάζοντας λίγο περισσότερο, αντιλαμβάνονται την ανθρώπινη παρουσία.
Στην βεραντούλα στην είσοδο του σπιτιού, βρίσκεται καθισμένη μια μαυροφορεμένη γριούλα. Είναι σκυμμένη επάνω από ένα παλιό ξύλινο τραπέζι. Μπροστά της υπάρχει ακουμπισμένη μια πλαστική λεκάνη γεμάτη με καταπράσινα, φρέσκα φασολάκια. Η γριούλα, με έμπειρες, αυτοματοποιημένες κινήσεις που φανερώνουν ότι έχει περάσει μεγάλο ποσοστό της μακρόσυρτης ζωή της επιδιδόμενη στο συγκεκριμένο άθλημα, ξεφλουδίζει τα μικρά λαχανικά. Τα χέρια της κινούνται νευρικά και ακατάπαυστα, παρόλα αυτά είναι μια κίνηση που δεν φανερώνει καθόλου άγχος.
Η εμφάνιση της είναι σχεδόν αρχέτυπη. Ένα παλιό μαύρο φόρεμα με μεγάλα κουμπιά καλύπτει το κορμί της. Γκρίζες νάιλον κάλτσες σκεπάζουν τα πόδια της μέχρι το γόνατο, σκισμένες σε αρκετά σημεία, με μπόλικους πόντους να έχουν χαράξει ευθύγραμμη πορεία προς τα βόρια. Φοράει μαύρες παλιές μάλλινες παντόφλες, κάποτε ανατομικές, τώρα πλέον τελείως κατεστραμμένες, και μια κίτρινη ποδιά με πορτοκαλί λουλουδάκια είναι δεμένη στην παχουλή της μέση. Περιμετρικά γύρω από το κεφάλι της βρίσκεται περασμένο ένα ξεφτισμένο κορδονάκι που καταλήγει αμφίπλευρα σε ένα ζευγάρι ολοστρόγγυλα γυαλιά, τα οποία κάνουν τα μάτια της να φαίνονται τεράστια μέσα από τους φακούς. Ένα παχύ χνούδι καλύπτει το επάνω χείλος της και μέρος από το πηγούνι της. Το πρόσωπό της είναι ροδαλό, ρυτιδιασμένο και καλοσυνάτο. Το στόμα της κινείται σε μια ρυθμική κίνηση, σαν να μασάει μια ανύπαρκτη τσίχλα, πιθανότατα κάποιο τρέμουλο ή κάποιο τικ που απέκτησε με τα χρόνια.
Η γριούλα σηκώνει τα μάτια της και επεξεργάζεται τους νεοφερμένους κοιτάζοντάς τους πατόκορφα πάνω από τα γυαλιά της. Τα χέρια της δεν σταματάν ούτε δευτερόλεπτο την αέναη κίνησή τους. Στην συνέχεια, με περίσσια στωικότητα, σκύβει και πιάνει άλλο ένα φασολάκι. Το περνάει με το μαχαίρι της από την μία άκρη και με μια απότομη κίνηση, το αποκεφαλίζει από τον άχρηστο βλαστό του. Ρίχνει το υπόλοιπο λαχανικό σε ένα δεύτερο δοχείο το οποίο βρίσκεται επίσης επάνω στο τραπεζάκι. Στα πόδια της γριάς είναι ξαπλωμένος ένας μικρόσωμος, γέρικος ποιμενικός, ο οποίος στην θέα των δύο αγνώστων αποφασίζει να αφήσει ένα βραχνό προειδοποιητικό γρύλισμα.
- Φρόνημ' Τρζάν! κανακεύει τον σκύλο η γιαγιά μασουλώντας την αόρατη τσίχλα. Είσ' καλός Τρζάν, καλός. Κάτς' φρόνημ'! σκύβει και τον χαϊδεύει.
- Βοήθεια! φωνάζει η Φωτεινή, αποφασίζοντας να πάρει τον διάλογο στα χέρια της και να τονίσει την κρισιμότητα της κατάστασης .
- Τ' παθατ' παιδιά μ'; Πώς φτάσατ' 'δω παν'; έλαβε τελικά μια ανταπόκριση.
- Χρειαζόμαστε βοήθεια! Είμαστε κατασκηνωτές και ...ε... είχαμε ένα ατύχημα.... Το βλέμμα της Φωτεινής πλανήθηκε για λίγα δευτερόλεπτα στον αέρα απελπισμένο, αναζητώντας μια σανίδα σωτηρίας από τον Δημήτρη, καθώς ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε κανένας εύκολος τρόπος να περιγράψει την παράνοια που βιώνουν τις τελευταίες ώρες.
- Ο φίλος μας χτύπησε σοβαρά. Χρειαζόμαστε το τηλέφωνο σας, αρπάζει εύστοχα την πάσα ο Δημήτρης.
- Π' χτύπισ; 'Δω χάμ'; τους απαντάει η γιαγιά αφήνοντας στο τραπέζι το μαχαίρι και γέρνοντας το κεφάλι της με απορία, αλλά ούτε ο Δημήτρης, ούτε η Φωτεινή κατάλαβαν τι ακριβώς έπρεπε να απαντήσουν.
- Τηλέφωνο! Χρειαζόμαστε τηλέφωνο! Επαναλαμβάνει ο Δημήτρης με δυνατή και σταθερή φωνή πιάνοντάς το από την αρχή, κάνοντας ταυτόχρονα την κίνηση ότι φέρνει κάτι το αόρατο στο αυτί του.
- Αααα, κατάλαβ', θα σας φέρ' ό,τι χρειάζεστ' απαντάει η γριά, και οι δύο νεαροί ανταλλάσσουν βλέμματα ανακουφισμένοι.
- Καθίστ' 'δω χάμ' να ξαποστάστε, τους προτρέπει να πάρουν θέση γύρω από το παλιό τραπέζι καθώς σηκώνεται.
- Ηρέμσ', Ταρζάν, είν' φίλοι τα π'διά. Χε, χε, ο Τρζάν δεν κάν' και πολύ κέφ' τς μουσαφραίους... μουρμουράει κοντεύοντας να κάνει μια θεόρατη, αόρατη τσιχλόφουσκα καθώς μετακινείται προς το εσωτερικό του σπιτιού, κλείνοντας την πόρτα πίσω της.
Η Φωτεινή ακόμα κουρασμένη από την διαδρομή, τραβάει την καρέκλα και σωριάζεται επάνω της χωρίς να χάσει την ευκαιρία. Ο Δημήτρης παραμένει όρθιος γεμάτος υπερένταση και βηματίζει πάνω - κάτω νευρικά. Προσπαθεί να αποφύγει τον Τρζάν, ο οποίος δεν παραλείπει να του ρίξει και από ένα απειλητικό γρύλισμα αφ' υψηλού επισημαίνοντας χαιρέκακα την θέση ισχύος του, κάθε φορά που ο νεαρός τον πλησιάζει περισσότερο από το πρέπον.
Ο χρόνος μοιάζει στάσιμος επάνω στο Φεγγάρι. Ο ήλιος κατεβαίνει αργά και νωχελικά για να ετοιμαστεί να αγκαλιάσει με την σειρά του τον Μορφέα. Υπάρχει μια υπέροχη υποθάλπουσα καλοκαιρινή γαλήνη στην ατμόσφαιρα. Κάτι τζιτζίκια δίνουν θερινή συναυλία από μακριά, κάτι κουδουνάκια από πρόβατα προσφέρουν μια νότα ηρεμίας στην σκηνή, κάτι κοτούλες κακαρίζουν στο κοτέτσι χαρωπές.
Η Φωτεινή τραμπαλίζεται στην παραπληγική καρέκλα. Μουρμουράει μια εκνευριστική μελωδία που σε συνδυασμό με τον ρυθμικό ήχο από το τραμπάλισμα, μάλλον τους δημιουργεί περισσότερη ένταση αντί για την χαλάρωση που επιζητούσαν.
- Είμαστε σίγουροι ότι κατάλαβε τι
της ζητήσαμε; απαντάει επίσης ανήσυχη η Φωτεινή.
Ξαφνικά, ένας δυνατός κρότος ακούγεται από το σπίτι. Τα κεφάλια τους γυρίζουν ακαριαία προς την πηγή του. Συνειδητοποιούν ότι ο ήχος προέρχεται από το παράθυρο της κουζίνας, το οποίο μόλις έκλεισε με δύναμη!
- Μήπως να μπουκάρουμε μέσα έτσι
στεγνά και να αρπάξουμε το τηλέφωνο; Θέλω να πω, υπάρχει απόλυτη ανάγκη, ίσως
δεν είναι ώρα για καλούς τρόπους!
Ο Δημήτρης δεν απαντάει. Συνεχίζει να προσπαθεί να πλησιάσει το σπίτι για να περιεργαστεί πιθανές εισόδους, αλλά ο Ταρζάν ξαναγρυλίζει υπεροπτικά, υπενθυμίζοντας του και πάλι τα υπάρχοντα θέματα αρμονικής γειτνίασης μεταξύ τους.
Αναπάντεχα και με ένα ενοχλητικό τρίξιμο, η πόρτα ανοίγει με δύναμη. Η γιαγιούλα εμφανίζεται περπατώντας με την όπισθεν στην προσπάθειά της να σπρώξει την πόρτα με τον πισινό της, καθώς τα χέρια της είναι απασχολημένα να κρατάνε έναν μεγάλο πλαστικό δίσκο διακοσμημένο με μια εικόνα του Τουίτι να φοράει ένα μεγάλο σομπρέρο. Επάνω στον δίσκο βρίσκονται επιμελώς τοποθετημένα μία μεγάλη, ολόμαυρη στρογγυλή κανάτα με ψηλή κάθετη λαβή, δυο γυάλινα ποτήρια με νερό και δυο πιατάκια γεμάτα με κάτι που μοιάζει με γλυκό του κουταλιού.
Η γιαγιά με απόλυτη ψυχραιμία και με ένα πλατύ χαμόγελο στο στόμα, αρχίζει να ξεφορτώνει την πραμάτεια της στο ξύλινο τραπέζι. Η Φωτεινή είναι τόσο σαστισμένη, οπού άφωνη ακολουθεί με το κεφάλι της ολόκληρη την κίνηση του τρεμάμενου χεριού της γριάς καθώς αυτή ξεφορτώνει τα κεράσματά για να τους φιλέψει. Πρώτο ποτήρι με νερό. Γλυκό του κουταλιού (Νεραντζάκι;) Χαρτοπετσέτα. Κουταλάκι. Δεύτερο ποτήρι με νερό. Πιατάκι. Ναι, είναι σίγουρα γλυκό νεραντζάκι. Χαρτοπετσέτα. Κουταλάκι. Η γιαγιά αφού ολοκλήρωσε την ιεροτελεστία της με το πάσο της, αφήνει κάτω τον δίσκο, τραβάει μια καρέκλα και κάθεται δίπλα στην αποσβολωμένη κοπέλα.
- Γαμώτο, τηλέφωνο! Πρέπει να
πάρουμε τηλέφωνο! τινάζεται αγανακτισμένος ο Δημήτρης.
Με μια αστραπιαία κίνηση, ο σκύλος τον αρπάζει από την γάμπα γρυλίζοντας με μένος. Ο Δημήτρης τινάζει με μανία το πόδι του προσπαθώντας να διώξει το ζώο από πάνω του, όμως δεν τα καταφέρνει. Ο γέρικος σκύλος έχει χώσει γερά τα δόντια του στην σάρκα του και προσπαθεί να τον υποτάξει. Ο νεαρός αφήνει κραυγές πόνου και αγωνίας, και κόκκινο πηχτό αίμα αρχίζει να κυλάει από το πόδι του. Παρά την ηλικία του και το μικρό του μέγεθος, ο Ταρζάν είναι πραγματικά μάχιμος ως φύλακας. Η Φωτεινή παρακολουθεί τρομαγμένη την μάχη να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια της, μην γνωρίζοντας πως ακριβώς πρέπει να αντιδράσει.
- Κάτω! Ξαναδιατάζει τον σκύλο, ο
οποίος αφήνει το πόδι του Δημήτρη, εκφράζοντας την δυσαρέσκεια του με ένα μικρό
κλαψούρισμα.
- Αυτό που σου προσφέρουν, θα το παίρνεις! Προστάζει τον Δημήτρη, ο οποίος την κοιτάει εμβρόντητος τρίβοντας το πόδι του. Η άρθρωσή της έχει γίνει ξαφνικά τρομακτικά καθαρή. Άνθρωποι, σκύλος, τζιτζίκια, πρόβατα και κοτούλες σώπασαν ακαριαία, λες και πατήθηκε κάποιο μαγικό κουμπί. Το πρόσωπό της γριάς είναι αλλόκοσμα ανέκφραστο, σαν κέρινο. Η Φωτεινή ανατριχιάζει αυτομάτως.
- Τώρα! Κάτσε κάτω! Φάε! Το χαμόγελο επέστρεψε στα χείλη της.
Ο Δημήτρης κοιτάζει την Φωτεινή η οποία είναι ακόμα σοκαρισμένη, και της γνέφει διακριτικά με το κεφάλι του.
- Σοβαρά τώρα; Πρέπει να φάω
νεραντζάκι; η Φωτεινή κοκαλωμένη με γουρλωμένα μάτια πιάνει το πιατάκι,
κουνώντας αποκλειστικά και μόνο το χέρι της από τον αγκώνα και κάτω.
Ok, ο κόσμος έρχεται στο τέλος του, αλλά το νεραντζάκι είναι τουλάχιστον γλυκό. Σκέφτεται η κοπέλα κοιτάζοντας με απάθεια το ζωγραφισμένο καρτούν να της κλείνει το μάτι από τον πλαστικό δίσκο.
Τα λόγια της γριάς είναι το τελευταίο πράγμα που ακούνε, πριν χάσουν τις αισθήσεις τους.
_*-