Τερματισμός.

«Ζούμε σε μια πραγματικότητα δημιουργημένη από κάποιον υπολογιστή, και η μόνη ένδειξη που έχουμε για αυτό είναι όταν αλλάζεται κάποια μεταβλητή, και προκαλούνται αλλαγές στην πραγματικότητά μας».
Philip Κ. Dick, 1977
Το πρώτο πράγμα που αντικρίζει η Ιρένα μόλις ανοίγει τα μάτια της, είναι ο λευκός
τοίχος απέναντί της. Είναι άδειος, εκτός από μία γωνία στην αριστερή του πλευρά
όπου υπάρχουν ασύμμετρα κεντραρισμένες
με το τίποτα μερικές φωτογραφίες κολλημένες με σελοτέιπ από τις γωνίες.
Βόλτα στο πάρκο με τα κορίτσια, διακοπές στην Μήλο με τον Άκη, ο Τέρρι ο σκύλος
της όταν ήταν ακόμα κουτάβι, οι υπόλοιπες είναι ξεθωριασμένες. Απλώνει το χέρι
της για να πιάσει το κινητό της από το κομοδίνο και βάζει δέκα λεπτά αναμονή
στο ξυπνητήρι το οποίο συνεχίζει να χτυπάει. Παραμένει για λίγο να κοιτάζει το
δωμάτιο, είναι πιο λιτό από όσο θα έπρεπε να είναι. Μια μεγάλη βιβλιοθήκη με μισή
ντουζίνα βιβλία στέκει δίπλα από την πόρτα. Η Ιρένα είναι σίγουρη ότι τα βιβλία
ήταν τα διπλάσια πριν την πάρει ο ύπνος. Δεν μπορεί να θυμηθεί ποια λείπουν. Ένας
καθρέπτης με απλό ξύλινο πλαίσιο διακοσμεί τον απέναντι τοίχο, είναι γεμάτος δακτυλιές.
Μερικά κοσμήματα βρίσκονται χυμένα στο πάτωμα. Φο μπιζού, πολύχρωμες καδένες με
καρδούλες, γυαλιστερά δακτυλίδια χωρίς κάποια ιδιαίτερη αξία.
Συνειδητοποιεί ότι φοράει ακόμα τα ρούχα της, την αγαπημένη της μακριά τζιν
φούστα και ένα τιρκουάζ μακό μπλουζάκι
που της είχε αγοράσει κάποτε από την Πράγα ο Κυριάκος. Τα ψυχρά χρώματα σου πάνε, της είχε πει, θεωρούσε ότι ταιριάζουν
με τα δικά της που είναι ανοιχτά. Κοιμόταν με τα αθλητικά παπούτσια. Σηκώνεται
από το κρεβάτι και πλησιάζει στην κουζίνα τρίβοντας τα μάτια της, για να φτιάξει
καφέ. Ο άδειος διάδρομος δημιουργεί αντίλαλο στα βήματά της. Το μικρό κουζινάκι
έχει ελάχιστα πράγματα, ένα τραπέζι και μια καρέκλα, μία μεγάλη γλάστρα, μια
κούπα που της είχε χαρίσει η Μελίνα με έναν ζωγραφιστό μονόκερο, ένα παλιό
ψυγείο γεμάτο αναμνηστικά μαγνητάκια από δροσερά νησιά του Αιγαίου και
σπουδαίες Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
«Τουλάχιστον 1 από τις ακόλουθες υποθέσεις είναι πραγματική, χωρίς να γνωρίζουμε ποια:
· Όλοι οι πολιτισμοί στο σύμπαν καταστρέφονται προτού αγγίξουν το σημείο τεχνολογικής ωριμότητας ώστε να μπορέσουν να δημιουργήσουν προσομοιώσεις των προγόνων τους.
· Κανένας από τους πολιτισμούς στο σύμπαν δεν ενδιαφέρεται να δημιουργήσει προσομοιώσεις των προγόνων του.
· Είναι σχεδόν δεδομένο ότι ζούμε μέσα σε μία προσομοίωση».
Nick Bostrom, The Simulation Argument, 2003.
Στο σαλόνι υπάρχουν μόνο καμιά δεκαριά κλειστές καφετιές χάρτινες κούτες
και το έπιπλο με το στερεοφωνικό, γεμάτο δίσκους. Επιλέγει κάτι να παίξει,
κάθεται επάνω σε μια από τις κούτες και κοιτάζει το άδειο δωμάτιο. Τα μαλλιά
της, καστανόξανθα κομμένα σε ένα ασύμμετρο καρέ με μακρύτερα τα μπροστινά
τσουλούφια, αφήνουν το σβέρκο της διαγράφεται ξυρισμένο καθώς σκύβει το κεφάλι της
για να κοιτάξει τον καφέ της που αχνίζει. Ανακατεύει την ζάχαρη με το κουταλάκι
για να διαλυθεί.
Η Ιρένα σταματάει για λίγο, το σκέφτεται.
Δεν μπορεί με τίποτα να συνηθίσει το κενό.
{-}
Τα περισσότερα καθίσματα στο βαγόνι του ηλεκτρικού είναι ξηλωμένα. Η Ιρένα
είναι ο μόνος επιβάτης. Η απουσία των άλλων καθισμάτων από το κουπέ, την κάνει
να φαίνεται ακόμα πιο μικροκαμωμένη από ότι είναι. Μια ατελείωτη μαύρη κορδέλα κάνει
μόνη της αγώνα δρόμου έξω από τα παράθυρα. Δεν θυμόταν ότι το τρένο διανύει τόσο
μεγάλη απόσταση υπογείως. Επόμενη στάση,
Πατήσια. Μηχανική φωνή. Τα αγαπάει τα Πατήσια. Κάθε φορά που περνάει από τα Πατήσια θεωρεί υποχρέωση της να σταματήσει
ότι και αν κάνει, και να ρίξει μια ματιά στο στάδιο του Απόλλωνα. Έτσι και
σήμερα, το βλέπει να στέκει αγέρωχο δίπλα από τις γραμμές. Στην καρδιά της
πεταρίζουν συναυλίες, μπουκάλια μαυροδάφνη από χέρι σε χέρι χαζεύοντας τα τρένα,
μεγάλοι έρωτες στο γεφυράκι που περνά πάνω από τις ράγες. Ξανά μαύρη κορδέλα.
«Πρόσεχε μην σε χτυπήσει το ρεύμα!». Ο θείος Σάββας άρπαξε την Ιρένα και την τράβηξε μακριά από το τραπέζι. Επάνω του βρισκόταν ακουμπισμένος ένας ξεκοιλιασμένος ενισχυτής. Ο θείος της, της είχε υποσχεθεί ότι θα τον έχει επισκευάσει πριν το πάρτι των γενεθλίων της. Συνήθιζε να τρέχει σε αυτόν για να την σώσει από τις πιο σημαντικές καταστροφές. Μπορούσε με μοναδικό τρόπο να αποτρέπει τα μεγαλύτερα δράματα, και γνώριζε τα πάντα. Έδεσε και τα μπαλόνια με το ήλιο από το ταβάνι σε μια μεγάλη γιρλάντα με το όνομά της.
Η Ιρένα κοίταξε τα όμορφα γαλάζια μάτια του θείου της. Ένοιωθεπολύ περήφανη για αυτόν, θα ήθελε να του μοιάσει όταν μεγαλώσει.
Κατεβαίνει στον τερματικό σταθμό, επιλέγει να περάσει μέσα από το Άλσος. Κατευθύνεται
προς την απέραντη έρημο. Γκρίζα σκόνη καλύπτει τα πάντα, δεν υπάρχουν πεζοί, η
κίνηση είναι ελάχιστη. Ένα λεωφορείο, το 049, περνά βιαστικά από μπροστά της.
Δεν θυμάται να έκανε στάση εκεί το 049. Παίρνει τον ανηφορικό δρόμο, τον μόνο
δρόμο που υπάρχει μέσα στο ατέρμονο γκρίζο λιβάδι από τίποτα. Τα αθλητικά της
έχουν γεμίσει με σκόνη. Η μόνη ένδειξη ζωής είναι μερικά γαλάζια παπάκια GLX και ένα ταξί που κορνάρει μανιωδώς.
Πλησιάζει προς ένα περίπτερο με τριγωνική σκεπή. Το περίπτερο πουλάει μόνο περιοδικά, τσιγάρα, τυχερά σακουλάκια, μπίρες και γκοφρέτες λευκής σοκολάτας. Γνωρίζει ότι κάτι πρέπει να αγοράσει αλλά δεν μπορεί να θυμηθεί τι, να πει μια καλημέρα στον Μάρκο σταμάτησε μόνο, το κάνει κάθε πρωί. Ανοίγει το ψυγείο και αρπάζει από μέσα μια παγωμένη μπίρα, της φάνηκε η πιο λογική επιλογή, η σκέψη της χάνεται την ώρα που παίρνει πίσω τα ρέστα.
«Είναι η Βυζαντινή προοπτική». Ο θείος Σάββας για ακόμα μια φορά της έλυσε την απορία πριν καν προλάβει να την εκφράσει. «Στο προσκήνιο έρχονται τα σημαντικά μέρη της σύνθεσης. Όσο λιγότερο σημαντικό είναι κάτι, τόσο μικρότερο και με πιο αδιάφορα χρώματα απεικονίζεται». Η εκκλησία μύριζε λιβάνι και λιωμένο κερί. Έκανε ζέστη και η μονότονη φωνή του ψάλτη της έφερνε μια γλυκιά ζαλάδα. «Πλέον γνωρίζουμε ότι τα αντικείμενα τα οποία βρίσκονται πιο κοντά σε εμάς, φαίνονται μεγαλύτερα, ενώ όλα τείνουν να μικραίνουν καθώς απομακρύνονται προς τον ορίζοντα, σε αυτό που ονομάζουμε σημείο φυγής», συνέχισε. «Έτσι, μια ζωγραφιά είναι ρεαλιστική. Στην Βυζαντινή περίοδο όμως, ζωγράφιζαν μεγαλύτερα αυτά τα οποία θεωρούσαν σημαντικά και αφαιρούσαν ότι δεν έκριναν σπουδαίο. Ήταν μια διαφορετική θέαση της πραγματικότητας, περισσότερο πνευματική». Η Ιρένα χαμήλωσε το βλέμμα της και κοίταξε τους τεράστιους φιόγκους που στόλιζαν τα ολοκαίνουργια κόκκινα παπουτσάκια της, κραδαίνοντας ταυτόχρονα ρυθμικά τις πολύχρωμες κορδέλες της λαμπάδας της, καθώς έσφιξε το χέρι του θείου της δυνατά με τα παιδικά της δάκτυλα.
{-}
Το κτίριο που στεγάζει τα γραφεία του περιοδικού όπου εργάζεται, δεσπόζει επιβλητικό μέσα στην απέραντη γκρίζα έρημο. Είναι ένα από τα ελάχιστα οικοδομήματα που απέμειναν όρθια στην γειτονιά. Ένα ψιλικατζίδικο, ένας φούρνος, μία καφετέρια με βιομηχανική διακόσμηση και χαλαρή μουσική, ένα μικρό πέτρινο βιβλιοπωλείο, σαν τσακωμένοι γείτονες, βρίσκονται φυτεμένα σε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους επάνω στην ξερή άμμο. Μια νεαρή γυναίκα της κλείνει το μάτι τσαχπίνικα προβάλλοντας τα κατάλευκα δόντια της επιδεικτικά, μέσα από την τεράστια αφίσα που κοσμεί το πλαϊνό μιας στάσης λεωφορείου. Δεν υπάρχει κανένας δρόμος μπροστά από την στάση. Δεν υπάρχει τίποτα κοντά στην στάση. Το μόνο που ακούγεται είναι μια σειρήνα ασθενοφόρου και ένας σκύλος να γαυγίζει. Η Ιρένα δεν μπορεί να εντοπίσει τίποτα από τα δύο.
Μπαίνει μέσα στο κτήριο και περιμένει το ασανσέρ. Δεν υπάρχει πλέον κλιμακοστάσιο. Μπορεί να διακρίνει μόνο τρία κουμπιά, αυτό του 1ου ορόφου όπου στεγάζεται το κιλικίο, του 5ου όπου βρίσκεται το γραφείο της, και του 8ου που βγάζει στην ταράτσα, εκεί πού συνηθίζει να ανεβαίνει στα διαλείμματα για τσιγάρο και κουβέντα.
Η αίθουσα είναι πνιγμένη από κόσμο και μηχανήματα, φωτοτυπικά, εκτυπωτές, άγχος,
βιασύνη, ένα πολύβουο μελίσσι. Η Μαρία τρέχει να προλάβει να παραδώσει τους
φακέλους, κάποια τηλέφωνα χτυπάνε ασυγχρόνιστα σε εκνευριστικές μελωδίες, ο Τάσος
βρίζει πάλι μπροστά από τον ψύκτη. Είναι σχεδόν σίγουρη ότι κάποιοι λείπουν
σήμερα, δεν θυμάται ποιοι ακριβώς, κάτι κοπέλες από το τμήμα διαφημίσεων ίσως. Την
αγαπάει την δουλειά της, εργάζεται 7 χρόνια στις ίδιες εκδόσεις, λίγο αφότου
τελείωσε την σχολή. Δεν θα σκεφτόταν ποτέ να φύγει από εκεί.
Ο Μιχάλης, ενεργητικός πέραν του δέοντος και του λογικού όπως πάντα, έρχεται χοροπηδώντας από μακριά για να της φέρει τα προς διόρθωση κείμενα για την αυριανή κυκλοφορία. Δίνει ένα σάλτο και κάθεται σταυροπόδι επάνω στο γραφείο της τραντάζοντάς το, οδηγώντας την Ιρένα στην αυτόματη κίνηση να αρπάξει και να μεταφέρει τον ποτήρι με τον καφέ της από την άλλη πλευρά για να μην τον δει χυμένο επάνω στις μακέτες, για ακόμα μία φορά.
«Έχει παραγίνει πια το κακό με αυτή την υπόθεση, έχουμε ξεμείνει από πρωτότυπους τίτλους, δεν ξέρω τι να γράψω! Μόλις μου απέρριψε το: "Προ των Πυλών για το Πείραμα της Χιλιετίας", η κάργια!» μουρμουρίζει δείχνοντας προς την κλειστή πόρτα της αίθουσας σύνταξης. «Το βρήκε, λέει, πολύ κλισέ. Λες και οι υπόλοιποι έβαλαν τίποτα καλύτερο, άκου: "Πείραμα Προμηθέας - Η Αντίστροφη Μέτρηση", τρε μπανάλ!» συνεχίζει ακάθεκτος να γκρινιάζει, αρπάζοντας προκλητικά τον καφέ της Ιρένας προκειμένου να ρουφήξει μια ηχηρή γουλιά με το καλαμάκι.
«Κάτσε να σου διαβάσω να μου πεις: Από το πεδίο της φιλοσοφίας και τους
κύκλους των θεωριών συνομωσίας στο τραπέζι των πειραμάτων μπλα - μπλά, εδώ και
δύο δεκαετίες περίπου η επιστημονική κοινότητα ασχολείται σοβαρά με την υπόθεση
της προσομοίωσης, αρχικά διατυπωμένη από τον κορυφαίο ειδικό στον τομέα της
τεχνητής νοημοσύνης και καθηγητή φιλοσοφίας του Oxford University Νικ Μπόστρομ, μπλαμπλα...» ο Μιχάλης διαβάζει από
ένα φύλλο χαρτί, άλλοτε μιλώντας δυνατά και άλλοτε μουρμουρώντας μέσα από τα
χείλη του «...που υποστηρίζει ότι η πιθανότητα να ζούμε μέσα σε μια προσομοίωση είναι ισχυρότερη από το να
βρισκόμαστε στην βασική πραγματικότητα... - καλά αυτά είναι τα γνωστά- το
πείραμα Προμηθέας στοχεύει στο να αποδείξει ή να απορρίψει το σενάριο αυτό -κάτι βλακείες για τον Μασκ γράφω εδώ
μάλλον θα τις βγάλω, πάμε παρακάτω- κβαντικός
υπερπροσομοιωτής και μπλαμπλαμπλα...»
Ο Μιχάλης ξαφνικά διακόπτει την ανάγνωση αφήνοντας κάτω το περιοδικό με δύναμη και αλλάζοντας απότομα το σταυροπόδι του. «Πάντως μεταξύ μας, το βρίσκω πολύ συναρπαστικό», σχολιάζει. «Όλη η ανθρωπότητα θα έπρεπε να παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα, το πάτημα στην σελήνη δεν ήταν τίποτα μπροστά σε αυτό. Και παρόλα αυτά, το θέμα έχει περάσει στο ντούκου. Είμαι πολύ nerd, το ξέρω, αλλά τρελαίνομαι για τέτοια!»
Ο αλλοπρόσαλλος χαρακτήρας του Μιχάλη κάνει μερικές φορές την Ιρένα να ξεχνάει ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο που αγαπάει ιδιαίτερα την γνώση, εκπλήσσοντας την συχνά.
«Από την άλλη, αν δεν βγει κάποιο συμπέρασμα σύντομα, ανησυχώ ότι η κάργια δεν θα μας αφήσει πάλι να πατήσουμε σπίτια μας μέχρι να ξαναφυτρώσουν τα μαλλιά του Μπόστρομ!» συνεχίζει αναστενάζοντας, χτυπώντας νευρικά το μολύβι επάνω στα χείλη του και σπρώχνοντας τα στρογγυλά γυαλάκια του λίγο πιο βολικά επάνω στην μύτη του με το μεσαίο του δάκτυλο. «Θυμάσαι τότε που είχανε βάλει πείσμα να απομονώσουν το μποζόνιο και τελικά καταλήξαμε όλο το team να παραγγέλνουμε κινέζικο στις 3 τα ξημερώματα για δυο βδομάδες; Τα είχε παίξει μέχρι και ο ντελιβεράς!»
Τα μαλλιά του Μιχάλη είναι κοντά και βαμμένα ξανθά στις μύτες. Φλυαρεί αδιάκοπα χειρονομώντας έντονα και κουνώντας το κεφάλι του, πληθωρικός σε σώμα και πνεύμα, αφηρημένος, ασυνάρτητος, πανέξυπνος, στα όρια της διπολικής διαταραχής, αλλά πιστός και διακριτικός φίλος. Από τότε που τα έφτιαξε με τον Αλέξη βρήκε και πάλι τον εαυτό του, σχολιάζει από μέσα της η Ιρένα. Της αρέσει να τον βλέπει επιτέλους χαρούμενο.
«Γιατί δεν δοκιμάζεις κάτι όπως: "Υπόθεση της Προσομοίωσης: η Ημέρα της Κρίσης!" ή "Κβαντικός Αρμαγεδδών;"» τον ρωτάει καθώς απλώνει ήρεματο χέρι της δήθεν αδιάφορα, έχοντας ως απώτερο σκοπό την επανασύνδεση με τον καφέ της.
Περιοδικά, έρχονται στην μόδα διάφορες λέξεις που μέχρι πρώτιστος περνούσαν ανένταχτες στο καθημερινό λεξιλόγιο του απλού ανθρώπου. Πριν λίγα χρόνια, ήταν της μόδας λέξεις όπως «μετάλλαξη», «γονιδίωμα», «δείκτης μετάδοσης». Πλέον, η καινούργια μόδα προστάζει την λέξη «κβαντικό».
«Χμμμμ... "Πείραμα Προμηθέας Ώρα Μηδέν: Κβαντικό Φως ή Αιώνιο Σκοτάδι;" πώς σου φαίνεται αυτό;» λέει διαγράφοντας με τα χέρια του στον αέρα μια αόρατη γιγάντια λεζάντα. «Καλό είναι! Πάω να το γράψω!» απαντάει μόνος του στον εαυτό του και τινάζεται απότομα από το γραφείο για να της δώσει ένα ρουφηχτό φιλί στο μάγουλο, αδράχνοντας παρεμπιπτόντως την πολύτιμη ευκαιρία να αρπάξει και πάλι τον καφέ μέσα από το χέρι της.
Προμηθέας, ο μεγάλος ευεργέτης των ανθρώπων. Αυτός που τόλμησε να κλέψει από τον Δία την Φωτιά, την Πρώτη Γνώση. Προμηθέας, Αυτός που αφυπνίζει, ο Πυρφόρος, ο Φωτοδότης, ο φέρων το Φώς, ο φέρων το Έως, ο Εωσφόρος, ο φέρων την Αυγή, το Ξημέρωμα, το Φως της Απόλυτης Αλήθειας.
{-}
Τερματικός σταθμός. Σήμερα στην διαδρομή υπήρξαν μόνο 4 ενδιάμεσοι σταθμοί. Η Ιρένα θυμάται μόνο τα Πατήσια. Η έρημος είναι απέραντη, γεμάτη μόνο με τετράγωνους γκρίζους βράχους. Ο Μάρκος ακουμπισμένος επάνω σε ένα γαλάζιο GLX, την περιμένει χαμογελαστός κρατώντας μια γκοφρέτα με λευκή σοκολάτα στο δεξί του χέρι. Από μπροστά του περνάει το 049 χωρίς να κάνει στάση. Η Ιρένα περιμένει να περάσει πρώτα το λεωφορείο για να τον πλησιάσει. «Καλημέρα Μάρκο», του λέει φωνακτά καθώς παίρνει την γκοφρέτα από το χέρι του και ανασηκώνει λίγο την φούστα της για να βολευτεί καλύτερα στην καρέκλα του γραφείου της. Ο Μιχάλης συνεχίζει να μονολογεί γκρινιάζοντας ότι έχει πλέον στεγνώσει από ιδέες για τίτλους.
- Και μιας και ίσως είναι η τελευταία μας μέρα στον μάταιο τούτο κόσμο, πάμε ταράτσα για τσιγάρο; Χθες ο Αλέξης με πήγε στο Ταϊλανδέζικο που σου έλεγα, εξαιρετικό φαγητό, ευχάριστη ατμόσφαιρα, τσιμπημένες τιμές, να μην φας κοτόπουλο. Έχω να σου πω και κουτσομπολιό για την ξανθιά!
- Σιγά μην είναι η τελευταία μας μέρα στον μάταιο τούτο κόσμο, αν δεν παραδώσουμε στην στρίγκλα τα κείμενα που ζήτησε, δεν πρόκειται να επιτρέψει ούτε στο σύμπαν να καταρρεύσει! Και έχω ήδη κουραστεί... λέει η Ιρένα καθώς ανάβει το τσιγάρο της. Γέρνει προς την κουπαστή και χαζεύει την απέραντη έρημο από την ταράτσα του 8ου. Το μόνο που μπορεί να διακρίνει είναι το πέτρινο βιβλιοπωλείο και μια στάση λεωφορείου.
-Έλα, κουράγιο, λίγες ώρες έμειναν και gameover... Σύντομα θα αποδειχτεί ότι είμαστε κακοφτιαγμένα avatars στο καινούργιο playstation μιας ανώτερης οντότητας, και θα βρούμε κι εμείς επιτέλους την ησυχία μας! Μήπως έπρεπε να βάλω κάτι τέτοιο για τίτλο τελικά;
- Και φαντάζεσαι όμως την πιθανότητα μία στο τόσο να ισχύει; Και να ξυπνήσουμε ξαφνικά σε κανένα μελλοντικό μας δωμάτιο με μια ζεστή πίτσα να μας περιμένει επάνω στο τραπέζι; Και να συνειδητοποιήσουμε ότι τόσον καιρό παίζαμε πολύ απλά ένα παιχνίδι;
- Εγώ αν είχα την αισιοδοξία σου, πολύ θα το ήθελα να ξυπνήσω και να πω δυο λογάκια στο κακομαθημένο μαμμόθρεφτο που με γλεντάει κατά βούληση 30 χρόνια τώρα... Καλά, 35. Μεταξύ μας. Περίπου. Αλλά γνωρίζω πως αυτό δεν θα συμβεί και είναι το τελευταίο μας τσιγάρο πριν τραβηχτεί το καλώδιο.
- Καλά, μην είσαι τόσο απόλυτος. Μπορεί να μην καταφέρουν τίποτα, όπως πάντα. Θέλω να πω, έχουμε επιβιώσει από πολύ χειρότερα μέχρι σήμερα και απλά καταλήγουμε να ξενυχτάμε γράφοντας για αυτά, ηφαίστεια, βράχοι από το διάστημα, πανδημίες... Το λιγότερο που θα έπρεπε να μας απασχολεί, είναι το αν θα ανακαλύψουμε ότι ζούμε μέσα σε μια προσομοίωση. Αύριο πάλι εδώ θα είμαστε, πάλι τα ίδια θα έχουμε να λέμε.
- Φυσικά και γλυτώσαμε από όλα αυτά, αυτά αποτελούσαν μέρος του σεναρίου. Το να σηκώσεις κεφάλι και να προσπαθήσεις να πιάσεις κουβεντούλα με τον ίδιο σου τον δημιουργό όμως, αυτό είναι άλλο πράγμα...
Ο Μιχάλης φοράει πάντα πολύχρωμα πουκάμισα συνήθως διακοσμημένα με μοτίβα ατίθασης τροπικής χλωρίδας, τα οποία σιδερώνει επιμελώς ο ίδιος καθημερινά. Κάθε φορά που ιδρώνει, από το σώμα του αναδύεται μια απαλή μυρωδιά μαλακτικού και αφρού ξυρίσματος που κάνει την Ιρένα να νιώθει πολύ ζεστά και οικία.
- Παίζουνε πολλά σενάρια. Μέχρι αύριο κάτι θα ξέρουμε, ελπίζω. Η Ιρένα πίνει μια γουλιά από τον καφέ της κοιτώντας το ποτήρι και ανακατεύοντάς τον λίγο με το καλαμάκι. Ας υποθέσουμε ότι ισχύουν όλα αυτά, ότι όντως, τίποτα από ότι αντιλαμβανόμαστε δεν είναι πραγματικό, ότι όλα είναι κατασκευασμένα. Τότε πιστεύεις ότι ζούμε μέσα σε μια συλλογική παραίσθηση; Ή είμαστε οι μόνοι πρωταγωνιστές μέσα σε αυτό που συμβαίνει;
- Αγάπη μου, εγώ είμαι χοντρός, τριχωτός, αυτοκαταστροφικός και πούστης. Και έχω και 4 βαθμούς μυωπία. Θα ήταν πολύ μαλάκας κάποιος αν έφτιαχνε μόνο εμένα για πρωταγωνιστή. Κατά την γνώμη μου, η ερώτηση είναι άλλη: μας το γράφουν κάποιοι άλλοι το σενάριο, ή το φτιάχνουμε εμείς και όπου μας βγάλει; Γιατί αν μας το γράφει κάποιος άλλος, τότε είναι ένας θρασύδειλος σαδιστής, αυτό έχω να του πω. Αν όμως το φτιάχνουμε εμείς, ε, τότε μάλλον είμαστε εμείς οι μαζόχες.
- Σε κάθε περίπτωση, τα δερμάτινα δεν τα γλυτώνουμε! η Ιρένα γελάει ενώ σκύβει για να αποφύγει την χάρτινη μπάλα που της πέταξε στο πρόσωπο ο Μιχάλης.
- Εξυπνάδες... Όσο συνεχίζεις να μιλάς τόσο τείνω να πιστεύω ότι ισχύει το δεύτερο. Πάντα ονειρευόμουν να δημιουργήσω για κολλητή μια ανέραστη, πεισματάρα, απαιτητική κοντοστούπα που θέλει να τα γνωρίζει όλα, και που έχει ένα ερωτηματικό κολλημένο μονίμως να κρέμεται πάνω από το κεφάλι της. Και που επιμένει να γλύφει την μερέντα με το κουτάλι όσο γράφει. Μόνο δημοσιογράφος θα μπορούσες να έχεις γίνει με τέτοια ελαττώματα!
- Τώρα πέρα από την πλάκα, να σου πω τι με τσαντίζει στην όλη υπόθεση; παίρνει και πάλι σοβαρό ύφος, καθώς προσπαθεί μάταια να ξανανάψει το τσιγάρο του με έναν τεμπέλη αναπτήρα.
- Ναι, οκ, είμαστε καλωδιωμένοι εγκέφαλοι στο εργαστήρι κάποιων πλασμάτων με πολύ πιο ανεπτυγμένη νοημοσύνη από την δική μας. Ή τριπάρουμε μόνοι μας βολεμένοι επάνω σε έναν βελούδινο καναπέ, δεν έχει σημασία. Κάποιος -ή κάποιοι, ή ακόμα και εμείς- κάθονται και τρώνε ποπ-κορν βάζοντας στοιχήματα, περιμένοντας να δούνε τελικά που θα φτάσουμε και τι θα καταφέρουμε με την ελεύθερη βούληση που μας χαρίσαν, και που θα τα βάλουμε τα τυράκια τα οποία μας πετάνε. Και πες, πες λέω, ότι φτάνει ένα σημείο που τα καταφέρνουμε. Η καλωδιωμένη μάζα από λίπος και πρωτεΐνες καταφέρνει και υπερνικά τα εμπόδια που της ξεφυτρώνουν στον δρόμο, ένα-ένα. Το παλλόμενο υπεροπτικό μπέικον με αγχώδη διαταραχή και κρίση μέσης ηλικίας, χοροπηδάει μέσα στην γυάλα του πανηγυρικά, όντας πολύ περήφανο για τις επιλογές που έκανε, οι οποίες το οδήγησαν να επιτύχει και να ξεπεράσει όλες του τις "προσωπικές δοκιμασίες". Τι νομίζεις ότι θα συμβεί στην συνέχεια;
- Εντάξει, αυτό είναι πολύ γνωστό, θα το περιμένουν 72 παρθένες. Ή 72 παρθένοι. Ή 72 καθόλου παρθένοι πυροσβέστες, ότι προτιμά αυτό, εγώ δεν κρίνω!
- Αθώο μου παιδί, παρά το πονηρό μυαλό σου! Εσύ τι θα έκανες γλυκιά μου αν το παιχνιδάκι σου ξεπετούσε τις πίστες μία - μία στην σειρά σαν να ήταν πασατέμπο; Θα του έδινες μετάλλιο;
Η Ιρένα κάνει μια μικρή στροφή και ακουμπάει με την πλάτη της στην κουπαστή, γυρνώντας έτσι προς το μέρος του Μιχάλη. Παίρνει μια βαθιά τζούρα από το τσιγάρο της σκεπτική, περιμένοντας να ακούσει την συνέχεια με μεγάλο ενδιαφέρον.
- Να σου πω εγώ τι θα έκανες. Crash test θα έκανες, μάτια μου! Θα ανέβαζες το επίπεδο δυσκολίας, μέχρι να βρεις τα όριά του. Θα το βασάνιζες όλο και περισσότερο, όλο και περισσότερο, μέχρι να το κρασάρεις. Και τότε να το αποσύρεις, αντικαθιστώντας το από ένα ακόμα πιο εξελιγμένο μοντέλο με λιγότερα bugs, το οποίο θα συνεχίσεις να βασανίζεις ανελέητα με την σειρά του μέχρι να το διαλύσεις και αυτό.
- Θες να πεις δηλαδή ότι για να αναπαυθεί κάποιος εν αιώνια ειρήνη, πρέπει πρώτα να τα κάνει όλα μπάχαλο; Μα τον Θεό Μιχάλη, παίζει να είσαι ο μόνος άνθρωπος επάνω στην γη που θα μπορούσε να σκεφτεί κάτι τέτοιο!
- Κορόιδευε όσο θες ανέραστη, αλλά σου το λέω να το ξέρεις. Η επόμενη πίστα -αν υπάρχει- θα είναι ακόμα πιο δύσκολη. Αν δεν είσαι διατεθειμένη να βασανίζεσαι εις τον αιώνα τον άπαντα, φρόντισε να τα σκατώσεις όσο προλαβαίνεις ακόμα σε αυτή, ώστε να σε πάνε για απόσυρση! Είναι πιο decent.
- Σε περίπτωση που δεν τα έχω σκατώσει αρκετά μέχρι τώρα, στην επόμενη απόπειρα παρακαλώ, θέλω τουλάχιστον να μου δώσετε το σώμα της Σακίρα! φωνάζει υψώνοντας τα μάτια του προς τον ουρανό, πετώντας το τσιγάρο του στο πάτωμα.
{-}
«Τις τρεις πρώτες ημέρες μετά το θάνατο, η ψυχή κατοικεί στη Γη. Περιπλανιέται σε εκείνες τις περιοχές που αγαπούσε ιδιαίτερα. Την τεσσαρακοστή ημέρα ανεβαίνει στον Θεό και αναμένει την ανάσταση των νεκρών και την Τελική Κρίση. Είναι μια μεγάλη δοκιμασία για τους αγαπημένους του θανόντα. Πρέπει να μην χάσουν την πίστη τους από την απώλεια του ανθρώπου τους, να μην καταραστούν τα Θεία. Να συνεχίσουν να προσεύχονται για αυτόν, για να σωθεί τόσο η ψυχή του, όσο και οι δικές τους οι ψυχές όταν αποδημήσουν». Η Ιρένα άκουγε τον πάτερ Αναστάσιο να της μιλάει και έσφιγγε τις γροθιές της πληγώνοντας της παλάμες της με τα νύχια της. Όσο και αν προσπαθούσε, αδυνατούσε να κατανοήσει γιατί έπρεπε να πεθάνει ο θείος της για να δοκιμαστεί η ίδια.
-Και τι κάνει στο ενδιάμεσο;
- Τι εννοείς, παιδί μου;
- Η ψυχή, τι κάνει όλες αυτές τις μέρες η ψυχή; ο τόνος της δηλώνει απαίτηση.
-Επισκέπτεται τις ουράνιες κατοικίες και τις αβύσσους της κολάσεως, μη γνωρίζοντας ακόμα που θα παραμείνει...
Η Ιρένα στράφηκε και τον κοίταξε. Τον ρώτησε με αργή φωνή, σχεδόν θυμωμένη: «Αν γίνουν οι κατάλληλες συνάψεις, θα παλινδρομεί για ακόμα περισσότερο;»
Ο πάτερ Αναστάσιος δεν ήταν
σίγουρος ότι κατάλαβε την ερώτηση. Προσποιήθηκε για λίγες στιγμές ότι
σκεφτόταν. «Όλα βρίσκονται στο χέρι του Θεού», της έδωσε τελικά την απάντηση πασπαρτού. Η Ιρένα παρέμεινε σιωπηλή και
ανικανοποίητη, με το βλέμμα της χαμηλωμένο.
{-}
Η Ιρένα κάθεται επάνω στο κρεβάτι σταυροπόδι έχοντας τα μάτια της κλειστά και τα χέρια της ακουμπισμένα στα γόνατά της, όταν ακούει το κουδούνι. Το βλέμμα του Πάνου ο οποίος στέκεται έξω από την πόρτα είναι διαπεραστικό, προσπαθεί να ψυχολογήσει την κατάσταση. «Πέρνα μέσα», του λέει ήρεμα και απομακρύνεται γυρνώντας του την πλάτη, για να επιστέψει στην αρχική της θέση επάνω στο κρεβάτι. Ο Πάνος στέκεται για λίγα δευτερόλεπτα ελαφρώς σαστισμένος, εξερευνώντας βιαστικά με τα μάτια του τον χώρο. Το μυαλό του δουλεύει γρήγορα, ζυγίζει καταστάσεις.
«Μόνο βγάλε τα παπούτσια σου παρακαλώ. Αν θες ποτό, θα βρεις τα πάντα στο ντουλάπι». Η Ιρένα έχει επιστρέψει σε στάση λωτού. Φοράει ένα απλό μαύρο ραντάκι και ένα μαύρο σορτς. Είναι αμακιγιάριστη, δεν φοράει κοσμήματα. Τα τσουλούφια από τα μαλλιά της πέφτουν στο πρόσωπό της.
Ο Πάνος αποφασίζει να μην την διακόψει και πλησιάζει προς τα αριστερά, στον
χώρο που εντόπισε τον πάγκο της κουζίνας.
- Ναι, κάτι ελαφρύ και γλυκό. Βάλε και παγάκια, στο ψυγείο είναι.
Ανοίγει το ένα της μάτι και τον κοιτάει χαμογελώντας πονηρά. «Σου επιτρέπω να αλλάξεις μουσική».
- Κάτι
σκοτεινό και καβλιάρικο.
Ξανακλείνει το μάτι της, παίρνει μια βαθιά ανάσα από το κέντρο χαμηλά στην
κοιλιά της. Ο Πάνος, κρίνοντας ότι δεν μπορεί να κάνει και πολλά, αποφασίζει να
αφεθεί στον σουρεαλισμό της σκηνής. Με
διάθεση πειράγματος την ρωτάει:
- Αυτό
γεννήθηκα να κάνω, του αποκρίνεται ατάραχη.
«Εάν υπάρχει ένας προσομοιωμένος πολιτισμός, οπού αυτός ο προσομοιωμένος πολιτισμός καταφέρει εντός της προσομοίωσης να αναπτύξει την τεχνολογία για να δημιουργήσει δικές του προσομοιώσεις -δηλαδή φωλιασμένες προσομοιώσεις (προσομοίωση μέσα στην προσομοίωση)- και δεδομένου του τεράστιου μεγέθους της υπολογιστικής ισχύος που τελικά ένας προηγμένος πολιτισμός αναπόφευκτα θα αποκτήσει, τότε έχουμε να κάνουμε με έναν αστρονομικό αριθμό προσομοιώσεων».
Nick Bostrom, The Simulation Argument, 2003.
H Ιρένα φοράει ένα λευκό πουκάμισο και μια μαύρη γραβάτα. Έχει τα μαλλιά της τραβηγμένα μακριά από το πρόσωπο της, δεμένα σε μια αυστηρή κοτσίδα. Ένα ζευγάρι μακριά ασημένια σκουλαρίκια κρέμεται μέχρι τους ώμους της, της αρέσει να τα νιώθει να χαϊδεύουν τον λαιμό της σε κάθε κίνηση του κεφαλιού της. Σηκώνει λίγο την φούστα της, ανοίγει τα πόδια της και καβαλάει τον Πάνο ο οποίος βρίσκεται ξαπλωμένος επάνω στο κρεβάτι του. Αρχίζει να χαϊδεύει τον λαιμό του με τα δύο της χέρια, ίσως και να τα σφίγγει λιγάκι παραπάνω. Βάζει το δάκτυλό της στο στόμα του, τον αφήνει να το πιπιλίσει. Το σάλιο του είναι ζεστό. Χωρίς να βγάλει το δάκτυλό της από το στόμα του, σκύβει προς το μέρος του και παίρνει μια βαθιά ανάσα από το άρωμα της σάρκας του. Την κρατάει μέσα στα πνευμόνια της όσο περισσότερο μπορεί.
{Συνάψεις}.
Ο Πάνος γέρνει λίγο το κεφάλι του προς τα εμπρός, προσπαθεί να την φτάσει. Η Ιρένα τραβιέται ελαφρά προς τα πίσω.
Ο Πάνος φοράει ένα μαύρο μάλλινο παλτό μέχρι το γόνατο, δεν είναι πολύ αργά αλλά ο Νοέμβρης συνηθίζει να σκεπάζει με το σκοτάδι του τα πάντα από νωρίς. Αγνοεί την ύπαρξή της. Η Ιρένα τον ακολουθεί σιωπηλά, προσπαθεί να μην την προδώσει ο ήχος από τα τακούνια της. Τον φτάνει την ώρα που μπαίνει στο ασανσέρ, προλαβαίνει να χωθεί μέσα και αυτή. Το κουμπί του πρώτου ορόφου είναι πατημένο. Περιμένει να κλείσει η πόρτα, απλώνει το χέρι της και κατεβάζει τον διακόπτη κινδύνου. Το ασανσέρ κοκαλώνει.
Βρίσκεται γονατισμένη μπροστά του, έχει βάλει τα χέρια της μέσα από την μπλούζα του, τρίβει απαλά το κεφάλι της επάνω στην κοιλιά του.
{Παλινδρόμηση}.
- Τι να βάλω να παίζει;
- Κάτι σκοτεινό και καβλιάρικο.
- Και θα μπορέσεις να συνεχίσεις να διαλογίζεσαι ακούγοντας κάτι σκοτεινό και καβλιάρικο;
- Αυτό γεννήθηκα να κάνω.
- Υπάρχει κάτι που να μπορώ να κάνω;
- Ναι, βγάλε την μπλούζα σου, τον
προστάζει. Ο Πάνος υπακούει.
- Θέλω να μάθω! Σε ικετεύω!
*Are you shivering?*
{Συνάψεις}.
{Παλινδρόμηση}.
«Συχνά οι άνθρωποι ισχυρίζονται ότι έχουν αναμνήσεις από παρελθοντικές ζωές. Εγώ ισχυρίζομαι ότι έχω αναμνήσεις από μια διαφορετική, πολύ διαφορετική, παρούσα ζωή».
Philip Κ. Dick, 1977
Μικροί λευκοί λεκέδες αλατιού στεγνώνουν στο δέρμα της. Η Ιρένα σκαλίζει με την άκρη του ποδιού της την βελούδινη άμμο. Της αρέσει να νιώθει την ζέστη επάνω στης σάρκα της. Το κύμα αφήνει έναν ρυθμικό μονότονο ήχο. Στρέφει τα μάτια της στον ορίζοντα, στο σημείο φυγής. Απέραντο γαλάζιο. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο εκτός από τους δύο τους μέσα στο γαλάζιο. Πιάνει το χέρι του, το φέρνει στο στόμα της, χαϊδεύει τα χείλη της με αυτό για λίγες στιγμές πριν αρχίσει να γλύφει τα δάκτυλά του ένα - ένα. Αρμύρα. *Συνάψεις*.
Σημείο φυγής.
Τα χρώματα λιώνουν. Τα σχήματα λιώνουν. Οι σάρκες τους λιώνουν. Είναι η Βυζαντινή προοπτική. Αυτά που έχουν σημασία, σβήνουν πάντα τελευταία. Σημείο φυγής. Ο στατικός ηλεκτρισμός παραμένει στο σύστημα, ίσως και λίγο παραπάνω αν γίνουν οι κατάλληλες συνάψεις.
{Παλινδρόμηση}.
- ΠΡΕΠΕΙ να γνωρίζω...
Γλύφει τα δάκτυλά
του ένα - ένα, κοιτώντας τον στα μάτια.
{Παλινδρόμηση}.
-Εγώ σε έφτιαξα;
{Παλινδρόμηση}.
{Παλινδρόμηση}.
Τερματισμός.