Kyoto Song
Μια ιστορία γραμμένη στο κέντρο της Αθήνας, κάπου στα '90s. Ή στα '00s. Ή στα '10s. Δεν είμαι σίγουρη ότι θυμάμαι. Ίσως και να γράφτηκε και κάπου αλλού, ποιος ξέρει, ή ίσως να μην την έγραψα καν εγώ, άλλωστε δεν έχει σημασία...
Σάββατο σήμερα και σήμερα μπορώ, για αύριο δεν ξέρω, ναι, θα βγούμε. Όπως πάντα, τα λέμε κατευθείαν εκεί. Τελευταίο τρένο, κάθε φορά. Τελευταίο βαγόνι, όπως όλοι μας, μυστικό ραντεβού. Κολλάω την μύτη μου στο τζάμι, είναι κρύο, σφίγγω λιγάκι την ζακέτα, χαζεύω τα αμάξια. Το βαγόνι είναι ήρεμο, σιωπή, φώτα φριχτά, μια λάμπα τρεμοπαίζει. Με γαληνεύει ο κραδασμός. Η πόρτα ανοίγει, ένα ζευγάρι απ' έξω κοντοστέκεται μπροστά της, διστάζουν, αποφασίζουν και χώνονται στο δίπλα. Ανεβάζω τα πόδια μου στο κάθισμα, κολλάω την μύτη μου στο τζάμι, είναι κρύο, σφίγγω λιγάκι την ζακέτα, χαζεύω τα αμάξια.
(Είσαι στο ίδιο τρένο άραγε ή βρίσκεσαι μακριά μου; Γιατί δεν έχεις έρθει ακόμα να με πάρεις αγκαλιά;)
Πλατεία Βικτωρίας, παλιά πράσινα
πλακάκια, φώτα φριχτά, ανεβαίνω τρεχάτη τα σκαλιά. Βγαίνω στο έδαφος
-ανάσα- κοιτάω τις κολόνες, η τρίτη είναι σπασμένη. Κόσμος σε κάθε της
γωνία, πόρνες, πρεζάκια, φοιτητές, παράνομα ζευγάρια, γλώσσες που δεν
καταλαβαίνω, αλλά και να καταλάβαινα δεν θα είχε διαφορά. Η νυχτερινή
Αθήνα είναι διαστροφικά όμορφη...
Περπατώ αθόρυβα και βιαστικά, αόρατη σε όσους δεν γνωρίζουν, κεφάλι κάτω χαμηλά, μετράω σιωπηλά τα σιδερένια καπάκια στο πεζοδρόμιο, είναι γεμάτα κολλημένες τσίχλες. Κλοτσάω ένα άδειο μπουκάλι που βρέθηκε στον δρόμο μου με το σίδερο στην μύτη της αρβύλας, είναι μπλε όπως θα έπρεπε να είναι, κουράστηκα για να την σκίσω όπως πρέπει. Βγαίνω Αγίου Μελετίου, δεν πιάνω Πατησίων, το κόβω μέσα από τα στενά.
Δεν φοβήθηκα ποτέ μου το σκοτάδι, τα δυνατά φώτα είναι αυτά που πάντα με έκαναν να τρέμω.
Φτάνω πλατεία, είσαστε εκεί, πιάνω παγκάκι, κάθομαι ψηλά, δεν με νοιάζει αν λερωθώ. Αδειάζουμε τις τσέπες μας, μετράμε τι μας βγαίνει, δυο μπίρες περιπτέρου ήδη γυρίζουν χέρι - χέρι, φέρε τη μία από εδώ. Ένα πακέτο τσιγάρα μας παίρνει οριακά, για όλη την παρέα, να τα αγοράσουμε βαριά τουλάχιστον, να βγάλουμε την νύχτα. Να τσοντάρουμε και όλοι από κάτι ρε παιδιά, να μπει μέσα και η Μαρία, που δεν της φτάνουν τα λεφτά. Και πως θα γυρίσουμε μετά; Όσοι είναι να γυρίσουν, θα τον βρουν τον δρόμο τους, μην σε προβληματίζει. Κάποιος μου δίνει στο χέρι μια κασέτα, να την περάσω στον Λευτέρη όταν την αντιγράψω, σπάνια πράγματα, δεν υπάρχουν ακόμα σε CD. Βάζω την άκρη του δακτύλου μου στην τρύπα, σφηνώνει για λίγο αφήνοντας σημάδι, χαϊδεύω απαλά την καφετιά ταινία, την φέρνω στην μύτη μου, μυρίζει πλαστικό.
(Πέρασε άραγε ποτέ και από τα δικά σου χέρια;)
Ξυσμένο το μαλλί ή σκέτη μοϊκάνα, ξυρίστηκες και από την άλλη; Σου πάει η φαβορίτα, ανέβασε μονάχα λιγάκι τον γιακά. Παραμάνες, μοβ, μαύρο και μπορντό, καρφιά και αλυσίδες, περίτεχνη δαντέλα της γιαγιάς, φτηνή ξεφτισμένη δερματίνη, σκισμένο νάιλον σε χέρια και σε πόδια, σκουλαρίκια σε μέρη που δεν μπορείς καν να φανταστείς, αλήθεια, και μια που το έφερε η κουβέντα, μόνη μου την έκανα την τρύπα, με βελόνα, δείχνει καλή; Μα δεν σε πόνεσε εκεί πάνω; Πλάκα είχε, θα το έκανα ξανά. Κάτσε να σου πατήσω στα μάτια το μολύβι, έχει κανείς σκιά μαζί του ρε παιδιά; Ωραία νύχια, μακριά, ευχαριστώ, θα με ξύσεις λιγουλάκι; Κάτσε κοντά μου και πέρνα μου την μπίρα, -σου λύθηκε η αρβύλα- άντε, μία και κάτω, και άντε γεια!
Σήμερα μπορούμε, για αύριο κανείς μας δεν γνωρίζει. Ομερτά.
Φώτα τριγύρω μες στην νύχτα, αυτοκίνητα περνάνε βιαστικά, μια σειρήνα ακούγεται στο βάθος - μα έχει ακόμα τέτοια ώρα λεωφορεία; Δεν υπάρχουν κινητά, το ίντερνετ είναι κάτι που το κατέχουνε οι λίγοι, γνωρίζουμε όμως όλοι μας απίστευτα πολλά. Τελειώσαμε το Λύκειο, και τώρα τι; Μιλάμε για βιβλία, μιλάμε για αστέρια, για όνειρα κανείς μας δεν τολμάει να μιλήσει, ξέρουμε ότι είμαστε ήδη μας εκεί, κανείς δεν είναι σίγουρος αν θα ξυπνήσει. Υπάρχει μια ζέστη στην καρδιά δίπλα από τον πόνο, γαλήνη, ηρεμία, το ξέρω ότι γνωρίζεις, Ομερτά.
(Το ξέρεις ότι σε άκουγα να με φωνάζεις, έτσι;)
Ένα σκυλάκι σταματά και μας μυρίζει, ένα πρεζάκι μας ζήτησε λεφτά, του δώσαμε δύο τσιγάρα, μας είπε ευχαριστώ και χάθηκε στην νύχτα. Κόσμος περνά και μας κοιτά. Μας φοβούνται; Μας λυπούνται; Μας θαυμάζουν; Ποιος ξέρει, δεν θα έπρεπε να κάνουν τίποτα από αυτά, δεν μας νοιάζει, γελάμε, η νύχτα είναι ζεστή και η μπίρα ακόμα παγωμένη...
(Καιρός να μπούμε προς τα μέσα, θα έρθεις μαζί μου ή βρίσκεσαι ήδη εκεί;)
Κατεβαίνω, κατεβαίνω, κατεβαίνω τα βρώμικα σκαλιά. Τα σκαλιά αυτά τα ξέρω, τα ξέρω καλά, κατεβαίνω ακόμα πιο βαθιά. Τα σκαλιά αυτά με ξέρουν, εσύ ποτέ δεν θα με μάθεις τόσο καλά όσο με ξέρουν αυτά τα σκαλιά. Κατεβαίνω, κατεβαίνω, κατεβαίνω, νομίζω πως κάποτε θα φτάσω, ακόμα πιο κάτω, ακόμα πιο βαθιά, πιο βαθιά, ίσως και να μην έφτασα κάπου τελικά, δεν είμαι σίγουρη ότι θυμάμαι ή ότι συνέβηκε πραγματικά. Κατεβαίνω, κατεβαίνω, κατεβαίνω, πιο βαθιά, ακόμα πιο βαθιά, τα σκαλιά αυτά με ξέρουν, εγώ ποτέ δεν θα μάθω τόσο καλά τον εαυτό μου ή την αλήθεια, άλλωστε όνειρο είναι δεν έχει σημασία, βρίσκομαι ήδη κάτω από το νερό, -βαθειά ανάσα- κολυμπώ. Παλιά πόρτα, βαριά και σκουριασμένη, σπρώξε και με τα δύο χέρια, κάνει γκελ.
Ήταν καινούργια άραγε ποτέ, ή έτσι απλά γεννήθηκε παλιά, όπως και εμείς;
Μούχλα, καπνός, ορμόνες, μοναξιά, γαλήνη κάτω από το νερό, μπουρμπουλήθρες, επιπλέω, κάνει ψύχρα, κολυμπώ, σφίγγω λιγάκι την ζακέτα. Έχει ρεύμα στην είσοδο, να μπούμε παραμέσα, να προλάβουμε να πιάσουμε τραπέζι, όχι όμως πίσω από την κολώνα, ούτε σε τούτη την καρέκλα, είναι στραβό το πόδι και θα πέσεις, μήπως να κάτσουμε πάτωμα καλύτερα, να είμαστε κοντά στην πίστα, ναι, φυσικά. Εδώ όλοι γνωρίζουν, καθένας την δική του αλήθεια και τα δικά του μυστικά, μην προσπαθήσεις να με πείσεις, εγώ το ξέρω, Ομερτά.
(Ψάχνω τριγύρω να σε βρω, είσαι άραγε εδώ; Και αν είσαι, το γνωρίζεις;)
Χιλιάδες μέτρα κάτω από την Γή, σε βρόμικη μοκέτα, ο τοίχος έχει γεμίσει κατσαρίδες, κάνε λιγάκι παρακεί, σιγά να μην με νοιάζει, άλλωστε δεν θα μας πλησιάσουν, δεν μας γουστάρουν ούτε αυτές, θα μου φέρεις μια μπίρα καθώς γυρίζεις από το μπαρ; Ωραίες μουσικούλες βάζει σήμερα παιδιά, γαμάτη θα είναι η νύχτα, λευκό ή κίτρινο θα πιείς; Από το ίδιο μπουκάλι είναι όλα ανάλογα το χρώμα, πιάσε ότι να 'ναι, δεν κάνει διαφορά, είναι και τα παιδιά εδώ, σύρσου λίγο πιο δίπλα να κάνουμε χώρο, θα έρθουνε σύντομα και οι άλλοι, μην κάτσεις μόνο επάνω στα νερά.
Θα προλάβουμε να ζήσουμε τα πάντα σε ένα βράδυ τελικά, γιατί αύριο ποιός ξέρει; Ομερτά.
Αρβύλες, ιδρώτας, μοναξιά, ποδαρικό στην πίστα ποιος θα κάνει; Πρόσεχε μόνο μην χύσεις τα ποτά. Σωλήνας τζίν και δύο κολάρα, μακρύ μαύρο μαλλί, δεν ήρθε ακόμα η σειρά μου, χορέψτε το εσείς. Κάτω από το νερό, μούχλα, καπνός, ορμόνες, μοναξιά, προσεκτικά, προσεκτικά, κύματα, κύματα, στην πίστα αγκαλιά, ποτό στο χέρι και νότες να φτερουγίζουν στην καρδιά, δεν έχουμε ελπίδα μα δεν μας ένοιαξε ποτέ, ωραίες μουσικούλες βάζει σήμερα παιδιά, η νύχτα είναι ζεστή και η μπίρα ακόμα παγωμένη.
(Στιγμή δεν σε έχω βγάλει από το μυαλό μου).
Αυτό θα το χορέψω, είναι δικό σου.
Είναι δικό μου.
Είμαι στην πίστα, μάτια κλειστά. Γλιστράω, πετάω -βαθειά ανάσα- κολυμπώ, κάτω από το νερό, δεν γίνεται να μην το ξέρεις, για σένα το χορεύω, ακόμα και αν δεν βρίσκεσαι εδώ. Ίσως και να 'σαι, ποιός να ξέρει, δεν με νοιάζει, καρφί δεν μου καίγεται, το δέρμα σου μυρίζει υπέροχα, άσε με λίγο να χαθώ... Άραγε ουρλιάξαμε ποτέ τον ίδιο στοίχο; Μας έσκισε η ίδια νότα την καρδιά; Κράτα το στόμα μου κλειστό, έχω ανάγκη να φωνάξω. Μου φτάνει ότι με ακούς. Ίσως κάποτε, δεν ξέρω. Τι γεύση έχει η σάρκα σου; Προσπαθώ να θυμηθώ, ή ίσως και να μην έμαθα ποτέ, δεν είμαι σίγουρη ότι γνωρίζω, άλλωστε όνειρο είναι δεν έχει σημασία, μπορεί να μην ξυπνήσω, τραγουδώ, πετάω, βαθειά ανάσα κολυμπώ, αλλά άραγε, αν τύχει τελικά και με αγκαλιάσεις, τότε ο χρόνος θα σταματήσει να κυλά ή είναι ακριβώς εκεί που το ρολόι θα ξεκινήσει να μετράει;
(Σσσς, ψίθυρο μην βγάλεις, ξέρω).
Γνωρίζω όσα δεν γίνεται να πεις, γιατί δεν σε έχω πάρει ακόμα αγκαλιά;
(Λέξη δεν θέλω).
Ομερτά.
Όσοι είναι να γυρίσουν, θα τον βρουν τον δρόμο τους, μην σε προβληματίζει.
...Θα είναι κρίμα να μην υπάρχεις, έχω τόσα να σου πω...
Ήμασταν εμείς εκεί, εμείς που όλοι γνωρίζαμε Ομερτά και ας μην μας ένοιαξε ποτέ, ήμασταν όλοι εμείς, που κάναμε την παρακμή να λάμπει πιο φωτεινή και από τα αστέρια...
Διαβάστε το κείμενο στο "Οι Κήποι των Κρεμασμένων", από την Ars Nocturna.
