Άννα.

Μια σφαίρα, μέσα στο κενό. Μια κατάμαυρη σφαίρα, στο απόλυτο σκοτάδι. Παλλόμενη σφαίρα. Ζωντανή. Ζεστή σφαίρα. Ανασαίνει αργά. Ρυθμικά. Ένα - ένα, ξεδιπλώνει με χάρη τα λεπτά, μακριά της πόδια. Χιλιάδες πόδια, κατάμαυρα πόδια, τεράστια αράχνη, Έρεβος η ποδιά της. Ερωτοτροπεί. Μυστικό κάλεσμα. Αρχέγονος χορός. Ανίερος οίστρος. Φιλήδονος ανθός.
Έτσι είναι το Απόλυτο. Αυτάρεσκο. Ανέγγιχτο. Σεμνό.
Τι ακούω;
Ακούω κόσμο κάτω μακριά, να περπατάει στον δρόμο. Ακούω αυτοκίνητα κάπου στο βάθος. Ακούω την γαλήνια ανάσα του Κάρλος δίπλα στο κρεβάτι μου.
Τι μυρίζω;
Μυρίζω πρωινή δροσιά. Μυρίζω λουστραρισμένο ξύλο.
Τι νιώθω;
Νιώθω την απαλή μοκέτα στα πόδια μου. Νιώθω τον Κάρλος να μου γλύφει τα χέρια. Η γλώσσα του είναι τραχιά, σχεδόν με πονάει.
Τι γεύομαι;
Γεύομαι ζεστό τσάι με τζίντζερ.
Τι βλέπω;
Εσένα.
Οι κινήσεις της Άννας είναι μετρημένες με μαθηματική ακρίβεια. Τέσσερα βήματα μπροστά, μικρή στροφή στο πλάι. Η Άννα τραβά απαλά το σκαμπό και κάθεται στο αναπαυτικό βελούδινο μαξιλάρι. Ισιώνει την πλάτη της τελείως, ευθυγραμμίζει τον κορμό της. Μπορεί να νιώσει το αίμα της να κυλά ανεμπόδιστο από την κορυφή του κεφαλιού έως τα δάκτυλα των ποδιών της. Τεντώνεται λίγο, ανεπαίσθητα, να ξεμουδιάσει. Ψάχνει να βρει το κέντρο βάρους της. Κρεμάει τα χέρια της στο πλάι, αφήνει το αίμα να κυλίσει στις φλέβες της χωρίς παρεμβολές. Ακουμπάει τα χέρια της στα πλήκτρα. Κατευθείαν επάνω στα σωστά πλήκτρα. Έχει χάρη και δύναμη συνάμα η κίνηση της. Είναι έμπειρη κίνηση, λεπτεπίλεπτη, σοφή. Κουρασμένη. Τα δάκτυλά της, δέκα μικρές, ανυπόμονες μαριονέτες, περιμένουν σιωπηλά τον αφέντη τους να τους ορίσει την μοίρα. Ξεκινάει αργά. Προσπαθεί να συνδεθεί.
Τι ακούω;
Αμάξια περνάνε στον δρόμο. Κίνηση. Βιασύνη. Κόρνες. Ρόδες. Άγχος. Ρε.
Τι μυρίζω;
Ανεπαίσθητη οσμή από λεβάντα. Σκοροκτόνο. Λουστραρισμένο ξύλο. Φα.
Τι νιώθω;
Μελαγχολία. Δροσερό πρωινό. Φα δίεση.
Τι γεύομαι;
Γεύομαι το σάλιο μου. Είναι γλυκό. Μι.
Τι βλέπω;
Εσένα.
Τα δάκτυλα της Άννας λύνονται επάνω στο πιάνο.
Chopin. Νυχτερινό Νο. 1.
«Δυστυχώς δεν υπάρχει καμία εξήγηση για αυτό το γεγονός. Κάποια παιδιά απλώς γεννιούνται τυφλά. Δεν θα μπορούσε κανείς να το προβλέψει. Θα μάθει να ερμηνεύει τον κόσμο χρησιμοποιώντας τις υπόλοιπες αισθήσεις της. Οι έρευνες έχουν αποδείξει ότι οι άνθρωποι οι οποίοι στερούνται μια αίσθηση, αναπτύσσουν στο έπακρο τις άλλες.»
Έτσι είναι το Απόλυτο. Ατίθασο. Απρόβλεπτο. Αυθάδες.
Η Άννα σηκώνεται από το κάθισμα για να ξεμουδιάσει. Γνωρίζει ακριβώς την ώρα που πρέπει να σηκωθεί. Πάντα πιστή στο πρωινό της ραντεβού, η Μαρία ξεκλειδώνει την πόρτα του διαμερίσματος κάνοντας ιδιαίτερη φασαρία. Ο Κάρλος την είχε ακούσει αρκετή ώρα πριν φτάσει στο κατώφλι. Ο Κάρλος μπορεί να καταλάβει την Μαρία πριν καν αυτή μπει στο ασανσέρ. Ξύνει την πόρτα με τα νύχια του γαβγίζοντας παιχνιδιάρικα, αγαπάει την Μαρία, ανυπομονεί να την συναντήσει, του φέρνει πάντα κέρασμα.
- «Καλημέρα Άννα μου. Πως είσαι; Σου έφερα φρέσκα λαχανικά από την λαϊκή, σήμερα είχε πολύ ωραία ρόδια. Κολοκυθάκια μόνο δεν κατάφερα να βρω της προκοπής. Σου έφερα και τα φάρμακά σου, στο τραπέζι τα αφήνω, στην θέση τους. Έφερα και κάτι τις από την βάφτιση για αυτόν εδώ τον κούκλο!» Η φωνή της γλυκαίνει καθώς απευθύνεται στον παιχνιδιάρικο επαίτη, ο οποίος χοροπηδάει γύρω από την Μαρία χτυπώντας με δύναμη την ουρά του στο πάτωμα ρυθμικά, απαιτώντας από αυτήν να τον φιλέψει.
- «Σήμερα η Καλλιδρομίου είναι γεμάτη από κόσμο, έκανε καλοσύνη ο καιρός και πεταχτήκαν όλοι έξω σαν τα σαλιγκάρια. Έχουν αρχίσει να ανθίζουν και τα δέντρα, πωπωπω, η μύτη μου θα αρχίσει πάλι να με πεθαίνει από την γύρη και την σκόνη της άνοιξης, ανάθεμα την αλλεργία, ο καιρός αυτός είναι μαρτύριο».
Η φωνή της είναι λίγο τραγουδιστή, λίγο τραχιά, λίγο ενοχλητική, λίγο καλοσυνάτη. Αν προσπαθήσει κανείς αρκετά, θα μπορέσει να διακρίνει την ελαφριά προφορά που δεν κατάφερε να λιώσει με τα χρόνια. Μιλάει πολύ, μιλάει γρήγορα, δεν αφήνει κενά ανάμεσα στις προτάσεις της, σαν να προσπαθεί να καλύψει τον διάλογο γεμίζοντας υποσυνείδητα τα διαστήματα σιωπής με ανούσιους, μακρόσυρτους μονόλογους. Είναι μια τεχνική που έχει αναπτύξει με τα χρόνια. Η ίδια θεωρεί ότι αυτή η μέθοδος επικοινωνίας κάνει την Άννα να νιώθει λιγότερο άβολα, λιγότερο ανεπαρκής, όμως στην πραγματικότητα αποτελεί έναν τρόπο για να ικανοποιεί την δική της ανάγκη να μοιραστεί τον πόνο της με κάποιον. Προσπαθεί να αναμεταδώσει τα νέα του έξω κόσμου με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες: τα λεωφορεία έχουν απεργία πάλι σήμερα και η κεραία του τρόλεϊ βγήκε από τις ράγες καταλήγοντας να δημιουργήσει απίστευτο χάος στην Πατησίων, για ακόμα μια φορά. Τα γόνατα της την έχουν τσακίσει, συμβαίνει πάντα αυτό όταν αλλάζει ο καιρός και χρόνο με τον χρόνο γίνεται όλο και χειρότερα, αλλά το ραντεβού της το έκλεισαν μετά από δύο μήνες, μάλλον θα πάει σε ιδιώτη, την τρελαίνει η αναμονή.
Η Μαρία τακτοποιεί τα ψώνια στην θέση τους, πλένει τα πιάτα, μονολογεί ασταμάτητα για τα βαφτίσια του πρωτότοκου εγγονού της. Οι μπομπονιέρες ήταν πολύ χαριτωμένες, στολισμένες με γαλάζια καραβάκια και η μάνα του έλαμπε μέσα στο ολοκαίνουργιό της φόρεμα. Σε κανέναν δεν άρεσε το γεύμα του μπουφέ αλλά όλοι προσπάθησαν να το κρύψουν, ξόδεψαν και μια περιουσία, το έλεγε αυτή να παραγγείλουν από άλλο μαγαζί όμως κανείς ποτέ δεν της δίνει σημασία. Κρίμα που δεν είχες έρθει Άννα μου, θα σου άρεσε πολύ, όλοι ρωτούσαν που είσαι και τι κάνεις. Οι κινήσεις της είναι νευρικές, δεν είναι και πολύ συγκεντρωμένη στην δουλειά της, η Άννα το καταλαβαίνει από το άχαρο χτύπημα των πλυμένων πιάτων καθώς τα ακουμπά στο στεγνωτήρι.
Η Μαρία ολοκληρώνει με τις δουλειές του σπιτιού και απλώνει την μπουγάδα. «Θα πάω τον σκύλο βόλτα, χρειάζεσαι τίποτα απ' έξω;»
Η Άννα στρέφεται προς την κατεύθυνση της τραγουδιστής φωνής και χαμογελάει γλυκά. Σηκώνει τα χέρια της στο στήθος της, το χτυπά πρώτα απλά δύο φορές και στην συνέχεια σχηματίζει με τους δείκτες και τους αντίχειρές της, το σχήμα μιας καρδιάς.
- «Καλά, άμα προλάβω θα σου φέρω ψωμί από τον καινούργιο φούρνο στην επιστροφή, έχω ακούσει ότι είναι πολύ φρέσκο, δεν βάζουν μέσα συντηρητικά και όλες αυτές τις χαζομάρες. Τα λέμε αργότερα, να προσέχεις τον εαυτό σου».
Η πόρτα κλείνει, αφήνοντας ένα δροσερό ρεύμα αέρα να γλιστρήσει από την χαραμάδα. Η Άννα ακούει τον Κάρλος να σέρνει την Μαρία με δύναμη, ανυπόμονο σκυλί, η Μαρία παλεύει να τον συγκρατήσει, του γκρινιάζει να πηγαίνει πιο αργά, έχει γεράσει πια και δεν γίνεται να τον κουμαντάρει με ευκολία.
Τι ακούω;
Ησυχία. Κάποια πουλιά, τιτιβίζουν στο μπαλκόνι. Λα.
Τι μυρίζω;
Μυρίζω δροσερό ανοιξιάτικο αέρα. Μυρίζω το κοκκινιστό που σιγοβράζει σιωπηλά στην κατσαρόλα. Ντο.
Τι νιώθω;
Τα κοκάλινα πλήκτρα να περιμένουν κάτω από τα δάκτυλά μου. Προσδοκία. Σολ.
Τι γεύομαι;
Γεύομαι το σάλιο μου, είναι γλυκό. Μι ύφεση.
Τι βλέπω;
Εσένα.
Beethoven. Σονάτα υπό το
σεληνόφως.
Το Απόλυτο διαλέγει πολύ προσεκτικά τους εραστές του. Το απόλυτο δεν αναλώνεται σε ανούσιες επιφάνειες.
Έτσι είναι το Απόλυτο. Εκλεκτικό. Υπεροπτικό. Αλαζονικό.
Η Άννα κάθεται στο παλιό, ξύλινο, σκαλιστό μπουντουάρ και βουρτσίζει αργά τα μαλλιά της μπροστά από τον καθρέφτη. Λεπτές ασημένιες κλωστές πλαισιώνουν το πρόσωπό της, ένα αναγεννησιακό πορτρέτο με κοντό καρέ κούρεμα, την βολεύει έτσι, μοιάζει φρέσκο και προσεγμένο χωρίς όμως να χρειάζεται να ασχολείται ιδιαίτερα μαζί του. Με προσεκτικές κινήσεις απλώνει την κρέμα στο πρόσωπο της, μπορεί να ψηλαφίσει τις ρυτίδες γύρω από τα μάτια της, γνωρίζει που ακριβώς βρίσκεται η κάθε μία από αυτές, οι ρυτίδες είναι υπαρκτές, τα μάτια της όμως άδεια. Είναι σφικτό το δέρμα της ακόμα, ο χρόνος είναι ευγενικός σε όσους παραμένουν προστατευμένοι από τον μόχθο της βαριάς καθημερινής εργασίας. Προσέχει πάντα την εμφάνιση της παρά το ότι δεν μπορεί η ίδια να την αντιληφθεί. Θέλει να είναι περιποιημένη εξωτερικά, ανεξάρτητα από το πώς νιώθει μέσα της. Πιστεύει ότι οι άνθρωποι οφείλουν να περιποιούνται τον εαυτό τους, είναι ένα δείγμα ευγνωμοσύνης και εκτίμησης απέναντι στο έργο του ίδιου τους του Δημιουργού. Της αρέσει το βελούδινο της φόρεμα, και ας το έχει τόσα χρόνια. Είναι απαλό, δροσερό και άνετο, της θυμίζει τα δικά της νιάτα και την δική της εποχή. Κάποτε της είχαν πει ότι το χρώμα του θυμίζει το χρώμα του ουρανού, ένα σούρουπο μετά από μια καταιγίδα. Της αρέσει να νιώθει ότι φοράει ένα σούρουπο μετά από μια καταιγίδα, και ας μην γνωρίζει το χρώμα του ουρανού.
Τι ακούω;
Ακούω τα αμάξια να περνάνε στον δρόμο. Ακούω κόσμο να κουβεντιάζει χαρούμενος. Λα.
Τι μυρίζω;
Μυρίζω τα δέντρα που έχουν ανθήσει. Μυρίζω καυσαέριο. Μι.
Τι νιώθω;
Νιώθω το μπαστούνι μου να χτυπάει στο πεζοδρόμιο και να μου υποδεικνύει τον δρόμο. Σταθερά. Ντο.
Τι γεύομαι;
Το σάλιο μου, είναι γλυκό. Μι ύφεση.
Τι βλέπω;
Εσένα.
- «Τι υπέροχο σκυλάκι»! Μια γυναικεία φωνή τραβάει την Άννα μακριά από τις σκέψεις της. Νιώθει το λουρί του Κάρλος να τεντώνεται αυτόματα, καθώς αυτός κατευθύνεται πρόσχαρα προς την πηγή της φασαρίας.
- «Μην πάτε πιο κοντά παιδιά, δεν ξέρουμε αν δαγκώνει. Δαγκώνει;» Η φωνή στρέφεται προς το μέρος της Άννας. Είναι αργή η κίνηση του κεφαλιού της καθώς γνέφει αρνητικά, θέλει να δώσει έμφαση στο γεγονός ότι ο Κάρλος δεν δαγκώνει, ο Κάρλος δεν δάγκωσε ποτέ, ο Κάρλος είναι ένα πολύ φιλικό και καλοσυνάτο πλάσμα.
Η Άννα μπορεί να ακούσει δυο παιδιά, ένα ζωηρό αγόρι γύρω στα οκτώ και ένα κορίτσι ίσως λίγο μικρότερο και κάπως πιο συνεσταλμένο, να παίζουν με τον συνοδό και σύντροφό της. Ο Κάρλος διασκεδάζει.
- «Κοιτάξτε τι όμορφα αυτιά που έχει, τι υπέροχα χρυσαφένια μπουκλάκια! Είναι Κόκερ Σπάνιελ αν δεν κάνω λάθος, έ;» η γυναικεία φωνή απευθύνεται και πάλι προς την Άννα, η οποία με την σειρά της γνέφει καταφατικά, επιβεβαιώνοντας την ράτσα του ζώου. Η γυναίκα ακούγεται γύρω στα 40, δυναμική και κάπως νευρική. Καθοδηγεί και ενθαρρύνει τα παιδιά να παίξουν με τον Κάρλος, αλλά η Άννα μπορεί να διακρίνει μια λεπτή χροιά αγανάκτησης και έναν ανεπαίσθητο τόνο διεκπεραίωσης, δεν πρέπει να είναι η μητέρα τους, υπάρχει μια βιασύνη στην φωνή της.
- «Με συγχωρείτε, να σας ρωτήσω κάτι, μήπως είσαστε η Κυρία Παπαστράτου;» Η φωνή γίνεται λίγο πιο ερευνητική, παρόλα αυτά η Άννα γνέφει και πάλι καταφατικά, χαμογελώντας με ευγένεια.
- «Α, τι τιμή που σας γνωρίζω! Παίζετε υπέροχο πιάνο, ήθελα πάντα να σας το πω! Μετακομίσαμε πρόσφατα στην γειτονιά, πριν λίγους μήνες δηλαδή, μένουμε δυο πολυκατοικίες δίπλα από εσάς, το πράσινο το κτήριο αν θυμάστε... Αχ, τι λέω, με συγχωρείτε, και τέλος πάντων, δεν γινόταν να μην προσέξουμε αυτή την μαγευτική μουσική που ακούγεται κάθε μέρα σε όλα τα Εξάρχεια. Μετά μάθαμε ότι έχουμε την τιμή να μένουμε διπλά σε μια μεγάλη πιανίστρια, μάλιστα ο άντρας μου, μου είχε πει ότι κάποτε όταν ήταν μικρός σας είχε δει και στο Ηρώδειο, ή μήπως στην Λυρική, δεν θυμάμαι, στο Μέγαρο ίσως; Είχαν πάει με το σχολείο, τους είχαν πει λέει ότι είσαστε μια από τις καλύτερες πιανίστριες του κόσμου!»
Η Άννα σφίγγει ασυναίσθητα το λουρί του Κάρλος μέσα στην χούφτα της, προσπαθώντας να τον ξεκολλήσει από τα παιδιά και να τον φέρει προς το μέρος της. Συνεχίζει να χαμογελάει, υπομονετικά. Ρε.
- «Είναι αλήθεια ότι πέρα από το ότι δεν βλέπετε, δεν μιλάτε κι όλας, ε;»
Η Άννα γνέφει και πάλι καταφατικά, γέρνοντας λίγο το κεφάλι της στο πλάι. Δυσκολεύεται να κρύψει την έλλειψη ενθουσιασμού της, αλλά προσπαθεί σκληρά. Ρε δίεση.
- «Τι τρομερό... Το έχω ακούσει, ξέρετε καμιά φορά συζητάμε μεταξύ μας και καμαρώνουμε για την σπουδαία μας γειτόνισσα, καταλαβαίνετε όλοι χαιρόμαστε που μένουμε δίπλα από μια τόσο διάσημη πιανίστρια... Τι τραγική η ιστορία σας! Και αυτό με τον άντρα σας... Ήταν και αυτός μουσικός αν θυμάμαι καλά... Μαέστρος... Συνθέτης, συγνώμη! Φρίκη! Είναι τόσο μεγάλο κρίμα τα όσα έχετε περάσει! Αλλά να σας πω την αλήθεια, ίσως αυτό είναι που σας κάνει να παίζετε τόσο ωραία μουσική, έτσι είναι οι καλλιτέχνες, τραγικοί και πονεμένοι... Ξέρετε, μερικές φορές που καθόμαστε στην βεράντα, κλείνουμε ακόμα και την τηλεόραση για να σας απολαύσουμε να παίζετε, συνεχίστε να το κάνετε αυτό, αρέσει τόσο πολύ σε όλους εδώ στην γειτονιά να σας ακούνε και ας γκρινιάζουν τα παιδιά που δεν τα αφήνουμε να δουν τηλεπαιχνίδια...»
Η γυναικεία φωνή κάνει μια παύση και γελάει ελαφρά με το αστείο της αναμένοντας την αποδοχή του, καθώς φαίνεται πως θεωρεί ότι με αυτόν τον τρόπο θα σπάσει τον πάγο.
-«Να σας αφήσω όμως τώρα να συνεχίσετε τον δρόμο σας, άντε, παιδιά, πάμε, έχουμε αργήσει και θα μου γκρινιάζει πάλι η μάνα σας. Αχ, ξέχασα, Ρούλα Χατζή ονομάζομαι, αν χρειαστείτε τίποτα, κάποια βοήθεια, ξέρετε, καταβαίνω πόσο δύσκολο είναι να είναι κανείς ανάπηρος σε αυτή την ηλικία, μην διστάσετε να χτυπήσετε την πόρτα, μένουμε στον τέταρτο, στην πράσινη πολυκατοικία...»
Το Απόλυτο, δεν θα ξεγυμνωθεί ποτέ βρισκόμενο μπροστά σε αδιάκριτα μάτια.
Θα παρεξηγηθεί. Θα παρερμηνευθεί. Θα το μειώσουν.
Το Απόλυτο ανήκει μέσα στην σφικτή μήτρα της μητέρας σιωπής.
Η Άννα κάθεται στο παγκάκι, μπορεί να νιώσει την πρωινή υγρασία που δεν έχει στεγνώσει ακόμα επάνω από το ξύλο, αλλά δεν την ενοχλεί. Το υγρό μέταλλο αφήνει την δική του ευωδιά, τραχιά μυρωδιά, πικρή. Επίμονη. Ο Κάρλος, ελευθερωμένος από τα δεσμά του λουριού του, τρέχει ανέμελος στο πάρκο, κυνηγάει μικρά έντομα, μυρίζει τα λουλούδια.
Τι ακούω;
Ακούω αυτοκίνητα, ακούω λεωφορεία, ακούω σειρήνες στο βάθος, ακούω το κουδούνι ενός σχολείου. Χαρούμενες φωνές το πλαισιώνουν. Λα.
Τι μυρίζω;
Μυρίζω τα λουλούδια της άνοιξης, μυρίζω κάδους σκουπιδιών που δεν έχουν αδειάσει. Σολ.
Τι νιώθω;
Νιώθω το χώμα να λερώνει τα πόδια μου, είναι ξερό. Φα δίεση.
Τι γεύομαι;
Γεύομαι γλυκό ψωμί με κανέλα και σταφίδες. Μι.
Τι βλέπω;
Εσένα.
Μια παρέα σταματάει κοντά της, είναι τρείς νεαροί και μια κοπέλα. Συζητάνε για τα θέματα της εξεταστικής, ήταν βατά και αναμενόμενα, αλλά το κορίτσι δεν έγραψε πολύ καλά, μπορούσε και καλύτερα, ήταν κακιά η ώρα. Υπάρχει πολύ φασαρία γύρω της. Την Άννα την κουράζει η φασαρία. Μια γυναίκα με ψηλά τακούνια τσακώνεται με τον δικηγόρο της στο κινητό, δεν πρόκειται να κάνει βήμα πίσω, η Άννα το γνωρίζει, η φωνή της είναι αυθεντικά αποφασισμένη, η γυναίκα είναι σκληρή. Ένα μωρό κλαίει στο βάθος, νευρικές κινήσεις στο καρότσι, πόσο θα ήθελε να το κρατήσουν αγκαλιά! Ένας σκύλος σε κάποιο μπαλκόνι αναζητά κλαψουρίζοντας τον ιδιοκτήτη του, τον έχει κλειδώσει έξω, το ζώο αγωνιά. Ρε. Τα πουλιά τιτιβίζουν, υπάρχει κάποια φωλιά με μικρά στο δέντρο δίπλα στο παγκάκι, είναι ώρα φαγητού.
Ένα θρόισμα. Ένα θρόισμα στα φύλλα του δέντρου.
Αν χαϊδέψεις απαλά τα φύλλα ενός δέντρου ή κάποιου λουλουδιού, αυτό θα σου δείξει την ευγνωμοσύνη του προσφέροντάς σου όλα του τα αρώματα ως δώρο. Το δέντρο δίπλα από την Άννα απελευθερώνει όλα του τα αρώματα για αυτήν, σε μια στιγμή.
Ένα λεπτό, ανεπαίσθητο ρεύμα αέρα.
Δροσερός αέρας. Ίσως πιο δροσερός από όσο δικαιολογείται για την εποχή. Η Άννα κρατάει την αναπνοή της. Προσπαθεί να μείνει τελείως ακούνητη. Προσπαθεί να αισθανθεί. Λουλούδια. Χαϊδεμένα λουλούδια, απελευθερώνουν όλα τους τα αρώματα για αυτήν.
Ένα ζεστό κύμα αέρα στο σβέρκο της. Η Άννα μπορεί να ακούσει το κύμα του αέρα. Ανάσα! Μια ανάσα δίπλα από το αυτί της! Ζεστή ανάσα. Ρυθμική. Η Άννα νιώθει την ανάσα, της ζεσταίνει τον λαιμό. Η Άννα νιώθει τις τρίχες στο σβέρκο της να σηκώνονται. Δεν γυρίζει το κεφάλι της. Συνεχίζει να κοιτάει μπροστά. Μένει τελείως ακούνητη. Σταθερή ανάσα. Ρυθμική. Μια παρουσία! Η Άννα γνωρίζει ότι κάποιος βρίσκεται δίπλα της!
Η Άννα κρατά την αναπνοή της! Νιώθει την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Σχεδόν μπορεί να την ακούσει, μπορεί να ακούσει το αίμα να κυλάει στις φλέβες της όλο και πιο βιαστικά, όλο και πιο ασύμμετρα. Ιδρώνει. Ο ιδρώτας της είναι οξύς και παγωμένος. Σφίγγει τα χέρια της. Τα χέρια της γλιστράνε. Ακούνητη! Τελείως ακούνητη! Η ανάσα συντονίζεται με την δική της. Κοινός ρυθμός. Η Άννα προσπαθεί να μην αναπνέει. Η καρδιά της όμως χτυπά και την προδίδει. Η καρδιά της χτυπά στον σταθερό ρυθμό της ζεστής αναπνοής. Ακούνητη.
Ένα άγγιγμα στο σβέρκο της! Ανεπαίσθητο. Ξεκινάει από την βάση του λαιμού της, ανεβαίνει προς τα επάνω. Ζεστό άγγιγμα. Απαλό. Ζωντανό άγγιγμα. Ακούνητη! Κάθε τρίχα του κορμιού της έχει σηκωθεί. Η γεύση της αγωνίας είναι αλμυρή. Ρε δίεση. Ακούνητη! Ρε δίεση!
«Κάρλος;» Η Άννα φωνάζει πανικόβλητη! Η Άννα γνωρίζει ότι αν φωνάξει το όνομα του σκύλου της πολύ δυνατά, πολύ δυνατά μέσα στο κεφάλι της, ο Κάρλος θα το ακούσει. Η Άννα φωνάζει συχνά τον Κάρλος με την σκέψη της, ο Κάρλος πάντα έρχεται σε αυτή και της γλύφει τα χέρια με την τραχιά του γλώσσα. Στην Άννα αρέσει αυτό. Ο Κάρλος όμως αυτή την φορά δεν εμφανίζεται.
«Κάρλος;» Η Άννα νιώθει χαμένη. Ο σκύλος δεν ανταποκρίνεται. Δεν μπορεί να τον ακούσει πουθενά. Τινάζεται από το παγκάκι βιαστικά. Κάνει μερικά βήματα μπροστά, μέσα στην αγωνία της αμέλησε να μετρήσει πόσα ήταν. Το μπαστούνι της! Χρειάζεται το μπαστούνι της! Γέρνει προς τα πίσω, μπερδεύτηκε, δεν βρίσκει το παγκάκι! Δεν βρίσκει τίποτα! Η Άννα στέκεται μόνη στην μέση του πουθενά. Με τα δύο της χέρια απλωμένα, ψηλαφίζει τον αέρα. Δεν πιάνει τίποτα απολύτως. Δεν μπορεί να νιώσει τίποτα. Δεν υπάρχει τίποτα κοντά της. «Κάρλος;» ουρλιάζει μέσα στο κεφάλι της. Καμία φωνή δεν βγαίνει από το στόμα της. Ο αέρας είναι πηχτός, πολύ πιο πηχτός από ότι ήταν πριν. Δυσκολεύεται να ανασάνει. Με τα χέρια της προσπαθεί να ανοίξει δρόμο μέσα στον πηχτό αέρα. Κανένας ήχος. Η Άννα δεν μπορεί να ακούσει κανέναν ήχο. Δεν μπορεί να νιώσει καμία οσμή. Το δέντρο που με τόση αυταπάρνηση της είχε προσφέρει απλόχερα τις χάρες του λίγη ώρα πριν, τώρα της έχει γυρίσει την πλάτη.
Τίποτα. Δεν υπάρχει τίποτα. Συγκεντρώνεται στην αναπνοή της.
Η Άννα προσπαθεί να περπατήσει. Το ξερό χώμα δεν υπάρχει πια κάτω από τα πόδια της. Δεν μπορεί να το νιώσει. Δεν μπορεί να νιώσει τίποτα κάτω από τα πόδια της. Η Άννα αιωρείται μέσα στον πηχτό αέρα. Στερεός αέρας. Καμία αίσθηση. Καμία απολύτως. Η καρδιά της Άννας είναι το μόνο ζωντανό πράγμα, μέσα στο απόλυτο κενό. Η Άννα ακούει την καρδιά της. Η Άννα νιώθει την καρδιά της. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο για να νιώσει πέρα από την καρδιά της. Αφοσιώνεται σε αυτό, είναι μια σανίδα σωτηρίας. Είναι ΚΑΤΙ. Κάτι ΕΙΝΑΙ. Η καρδιά της Άννας χτυπά δυνατά. Χτυπά γρήγορα. Ρυθμικοί χτύποι. Μέσα. Μέσα. Δεν υπάρχει τίποτα, πέρα από το μέσα. Τίποτα. Τίποτα. Τίποτα. Ρυθμικοί χτύποι. Ασύμμετροι χτύποι. Τίποτα. Τίποτα. Τίποτα. Μέσα.
Μέσα.
Μέσα.
Η Άννα, στο απόλυτο σκοτάδι, περπατάει, περπατάει, περπατάει ώρες, μέρες, χρόνια. Χέρια απλωμένα, προσπαθούν να βρουν κάτι να πιαστούν. Σκίζει τον πηκτό αέρα, τον στέρεο αέρα, περπατάει χωρίς να κουνάει τα πόδια της, χωρίς να σκέφτεται που πάει, περπατάει, απλά περπατάει. Σι, Σι ύφεση, Σολ δίεση. Μουσική. Σιγανή μουσική. Απαλή μουσική. Δεν ξέρει από πού προέρχεται. Δεν μπορεί να ξεχωρίσει τις νότες. Κάπου στο βάθος. Κάπου εκεί. Κάπου εκεί μέσα. Προσπαθεί να καταλάβει. Κάπου εκεί μέσα υπάρχει μουσική. Συνεχίζει να περπατάει. Περπατάει προς την μουσική.
Στην μέση του πάρκου, στέκεται η Άννα. Είναι όμορφη γυναίκα, και ας έχει με τον χρόνο ξεθωριάσει. Μια φιγούρα βγαλμένη από άλλη εποχή, ασημένια μαλλιά, ένα μακρύ βελούδινο φόρεμα, λευκή δαντέλα στα μανίκια. Η δαντέλα έχει γαριάσει με τον χρόνο, αλλά δεν της το ανέφερε ποτέ κανείς, γιατί να την στεναχωρήσουν; Η Άννα δεν το γνωρίζει. Το κίτρινο χρώμα της δαντέλας, χαιρέκακα κοροϊδεύει την Άννα για την αδυναμία της. Σκληρό χρώμα το κίτρινο. Ζοφερό.
Σι, Σι ύφεση, Σολ δίεση, Μι, Ναι.
{-------------------}
Λένε πως η διαίσθηση, είναι ένα
σύνολο από πληροφορίες οι οποίες μπορούν να γίνουν αντιληπτές με τις αισθήσεις,
αλλά δεν έχουν προλάβει να περάσουν από τον εγκέφαλό ώστε να λάβουν συγκεκριμένη
μορφή και σχήμα. Λένε πως η διαίσθηση είναι ένα επίπεδο συνείδησης
αισθητηριακό, άφθογγο. Άυλο. Η Μαρία μπορεί να αισθανθεί σε ολόκληρο το κορμί της
ότι κάτι δεν πάει καλά. Μπορούσε να το αισθανθεί πριν καν στρίψει στην Καλλιδρομίου.
Τόσα χρόνια δίπλα στην Άννα, η Μαρία έχει αναπτύξει την ικανότητα να
αντιλαμβάνεται πράγματα στα οποία δεν ανήκουν λέξεις για να τα περιγράψουν.
Μπορεί να ακούσει την Άννα να παίζει το πιάνο της, οι νότες γεμίζουν ολόκληρη
την ανθισμένη οδό. Οι νότες πετάνε στον αέρα, πολύχρωμα μπαλόνια, αυτόνομα
μπαλόνια, μπαλόνια γεμάτα δηλητήριο, πολύχρωμες προσκλήσεις. Η Μαρία αισθάνεται
σε ολόκληρο το κορμί της ότι κάτι δεν πάει καλά, αισθάνεται το Λάθος, οι νότες την στοιχειώνουν. Ξεκλειδώνει
την πόρτα με αγωνία.
Tchaikovsky. Valse Sentimentale.
Η Άννα βρίσκεται μπροστά από το πιάνο της, παίζει αφοσιωμένη, δεν σηκώνει το κεφάλι. Είναι η πρώτη φορά σε όλα αυτά τα χρόνια όπου η Άννα δεν σταμάτησε να παίζει με την είσοδο της Μαρίας. Αταξία. Η αταξία έχει σχεδόν πάρει μορφή. Η Μαρία μπορεί σχεδόν να δει την αταξία να γεμίζει το δωμάτιο. Δίπλα από το δεξί πόδι της Άννας, βρίσκεται πεταμένο ένα παλιό εργαλείο. Κλαδευτήρι. Σκουριασμένο κλαδευτήρι. Λερωμένο. Σκληρό κλαδευτήρι. Άσπλαχνο εργαλείο. Στην γωνία, πίσω από τον ξύλινο μπουφέ, κουρνιασμένος ο Κάρλος ασχολείται με το καινούργιο του παιχνίδι. Το σκυλί γλύφει με μανία, δαγκώνει, μασάει με δύναμη, βγάζει μικρά γρυλίσματα ικανοποίησης. Το παιχνίδι του Κάρλος σχεδόν πάλλεται, σχεδόν δονείται. Το παιχνίδι του Κάρλος σκίζεται σε μικρά - μικρά κομμάτια. Μικρά - μικρά κατακόκκινα κομμάτια, τα οποία σκορπίζουν παντού μέσα στην αρχοντική οικία. Μικρά - μικρά κατακόκκινα κομμάτια τα οποία βάφουν ακόμα πιο κόκκινο το χειροποίητο χαλί. Μικρά κομμάτια τα οποία πετάγονται δεξιά και αριστερά, κομμάτια τα οποία λερώνουν αλύπητα τα υπέροχα χρυσαφένια του μπουκλάκια, κομμάτια φλύαρα, κομμάτια περιττά.
Τι ακούω;
Ακούω την τραγουδιστή φωνή της Μαρίας να ουρλιάζει. Ρε.
Τι νιώθω;
Δροσερό υγρό κυλάει στον λαιμό μου, κυλάει στο στήθος μου, κυλάει στο σώμα μου, το φόρεμά μου κολλάει στο δέρμα μου, είναι βρεγμένο, με ανατριχιάζει και με ικανοποιεί ταυτόχρονα, περίεργος συνδυασμός. Μι.
Τι μυρίζω;
Φρέσκο αίμα. Φα.
Τι γεύομαι;
Εσένα.
Τι βλέπω;
Εσένα.
Λα ύφεση, Ντο δίεση, Ρε, Ρε, Σι.
«Δεν υπάρχει καμία ιατρική πρόβλεψη για την εξέλιξη της κατάστασης. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι με τον καιρό θα αποκατασταθούν βασικές λειτουργίες όπως η ικανότητα κατάποσης υγρών. Όμως δεν θα μπορεί να τραφεί ποτέ ξανά με στερεά τροφή. Χωρίς γλώσσα, υπάρχει έντονος ο κίνδυνος πνιγμού. Για την ώρα, θα πρέπει να σιτίζεται ενδοφλέβια. Σίγουρα όμως θα πρέπει να αναζητήσετε τα αίτια που την οδήγησαν σε μία τόσο ακραία και παράλογη πράξη. Ίσως θα πρέπει να αναθεωρήσουμε το σχήμα των φαρμάκων».
Έτσι είναι το Απόλυτο. Αχαλίνωτο. Φρενήρες. Παθιασμένο.
{-------------------}
Τι όμορφος που είναι αυτός ο κήπος! Ολάκερος στολισμένος με λουλούδια, μυρωδάτα λουλούδια, βελούδινα λουλούδια, μυριάδες κατάμαυροι ανθοί!
Στο κέντρο βρίσκεσαι Εσύ.
Υπέροχο λουλούδι, τεράστιο λουλούδι, κατάμαυρη αράχνη, Έρεβος η ποδιά σου, ανίερος οίστρος, φιλήδονος ανθός.
Χιλιάδες αράχνες τραγουδάνε, υφαίνουν τα κρεβάτια, κατάμαυρες αράχνες, μικροί παράνυφοι, πιστοί συνοδευτές.
Έχει πολύ φασαρία.
Σφουγγαρισμένο πάτωμα, ξύλινο παρκέ. Όξινη οσμή, άρωμα λεμόνι. Ψεύτικο λεμόνι. Λεμόνι υποκριτής. Καθαρά τζάμια, σάμπως και κάνει κάποια διαφορά. Σκοροκτόνο. Ανεπαίσθητη οσμή από λεβάντα. Λουλούδια. Η Μαρία πάντα φέρνει στην Άννα λουλούδια τις Κυριακές μετά την εκκλησία. Τα κόβει από το πάρκο. Στην Άννα δεν αρέσει η μυρωδιά τους, αλλά δεν το μοιράστηκε ποτέ. Τα κομμένα λουλούδια μυρίζουν μόνο θάνατο, η Άννα μπορεί να το νιώσει. Τα κομμένα λουλούδια έχουν παραδώσει το βελούδινο κορμί τους, είναι νεκρά και ζωντανά ταυτόχρονα, τα κομμένα λουλούδια γνωρίζουν τα μυστικά της Άννας, η Άννα τα χαϊδεύει προσπαθώντας να απαλύνει τον πόνο τους μέχρι αυτά να αφεθούν στην αγκαλιά της, να μαραθούν οριστικά. Φα δίεση. Ο Κάρλος κοιμάται γαλήνιος. Ροχαλίζει ελαφρά, ξεφυσά αναστενάζοντας στον ύπνο του, ποιος ξέρει τι όνειρο μπορεί να βλέπει. Η σούπα σιγοβράζει σιωπηλά στην κατσαρόλα. Φρέσκος βασιλικός και δυόσμος, δυναμωτικός, να σε γεμίσει με ενέργεια καλή μου. Μι. Η Μαρία πάντα μαγείρευε κοκκινιστό τις Κυριακές. Η Μαρία συνέχισε να μαγειρεύει κοκκινιστό τις Κυριακές, το φτιάχνει πλέον σούπα. Αλέθει τα λαχανικά και το κρέας στο μπλέντερ, τα αραιώνει με μπόλικο ζωμό. Η Μαρία επιμένει να ταΐζει την Άννα. Την φροντίζει, σαν να είναι μικρό παιδί. Τα δικά της παιδιά έχουν μεγαλώσει πια, δεν χρειάζονται φροντίδα. Της διπλώνει τα ρούχα με αγάπη, της βουρτσίζει τα μαλλιά. Στην Μαρία αρέσει να νιώθει ότι προσφέρει. Στην πραγματικότητα όμως, η Μαρία με αυτόν τον τρόπο ικανοποιεί τον δικό της εγωισμό. Νιώθει ότι κάποιος την χρειάζεται. Έχει λόγο να υπάρχει η Μαρία. Την έχουν ανάγκη. Πάντα συμβαίνει αυτό με τους ανθρώπους.
Πολύ φασαρία. Έχει πολύ φασαρία. Την Άννα την ενοχλεί η φασαρία.
Τα κάδρα στο σπίτι της Άννας είναι σκονισμένα. Οι κορνίζες με τις φωτογραφίες επάνω στον ξύλινο μπουφέ, έχουν χάσει την γυαλάδα τους. Η Άννα χαϊδεύει με το δάκτυλό της το πολύτιμο μέταλλο, το δάκτυλό της γεμίζει σκόνη, κολλάει ελαφρά, η Άννα ανατριχιάζει. Όμορφη γυναίκα, λεπτεπίλεπτη. Περήφανη. Γυναίκα που της άξιζε η αγάπη. Και είχε αγαπηθεί η γυναίκα αυτή. Αγαπήθηκε δυνατά, αγαπήθηκε με πάθος. Μιλούσαν την ίδια γλώσσα, μια γλώσσα δικιά τους, μυστική. Μια γλώσσα από νότες, κανείς δεν μπορούσε να την καταλάβει. Ρε, αγωνία. Ντο δίεση, θυμός. Σολ, λα, ελπίδα, ευτυχία, της έγραφε τα πιο όμορφα κομμάτια, μια γλώσσα μυστική. Τα έπαιζε για αυτόν γεμάτη αγάπη, ξανά και ξανά, όλο αφοσίωση, πιστή, τα έπαιζε όπως μόνο αυτή θα μπορούσε να τα παίξει, κομμάτια τα οποία ήταν γραμμένα μόνο για τα δικά της δάκτυλα, ανείπωτος κώδικας, γνώριζαν μόνο αυτοί. Άπονο πλάσμα είναι ο Χρόνος. Ανάλγητο. Σκληρό.
Τώρα όμως ήρθε η ώρα που η Άννα, πρέπει να παίξει την δική της μουσική.
Τι ακούω;
Ακούω το κοκκινιστό να σιγοβράζει στην κατσαρόλα. Ακούω την Μαρία στο μπαλκόνι να απλώνει τα ρούχα. Ακούω την γειτόνισσα να της μιλάει, έχουν πιάσει κουβέντα. Ντο.
Τι νιώθω;
Νιώθω τα χέρια μου να τρέμουν. Νιώθω τα χέρια μου πιο σταθερά από ποτέ. Σολ.
Τι μυρίζω;
Χλωρίνη. Φα.
Τι γεύομαι;
Εσένα.
Τι βλέπω;
Εσένα.
Χείμαρρος! Κατράκης! Έρχομαι όλο και πιο κοντά. Σε ακούω όλο και πιο καθαρά. Δεν θέλω να περιμένω άλλο. Ο Κύκλος έχει κλείσει.
Όλο και λιγότερη φασαρία. Έχει όλο και λιγότερη φασαρία.
Μυρίζω εσένα.
Λα ύφεση, Ντο δίεση, Ρε, Ρε, Σι.
Όλο και πιο κοντά.
«Δυστυχώς οι βλάβες στην ρινική κοιλότητα και στον οισοφάγο είναι μόνιμες. Από εδώ και πέρα δεν θα μπορεί να αντιλαμβάνεται καμία οσμή, έχουν καεί οι υποδοχείς. Πιστεύουμε ότι με τον καιρό θα μπορέσει και πάλι να αναπνέει αυτόνομα. Θα χρειαστεί να κάνουμε όμως παράκαμψη από τον φάρυγγα. Για την ώρα, θα πρέπει να παραμείνει στο οξυγόνο, άγνωστο πόσον καιρό. Αντιλαμβανόμαστε την επιθυμία της να νοσηλεύεται στο σπίτι, αλλά θα πρέπει να βρίσκεται υπό συνεχή παρακολούθηση, είναι θέμα ασφάλειας, το αντιλαμβάνεστε πιστεύω».
Έτσι είναι το Απόλυτο. Αθόρυβο.
Υπομονετικό.
Shostakovich. Waltz No. 2
Η κουρτίνα θα πρέπει τώρα να πέσει. Οι θεατές καλούνται να αποχωρήσουν, παράσιτα γεμάτα φασαρία, χαιρέκακα εμπόδια, κλέβουν στα πεταχτά δυο τζούρες δυστυχίας, δυο τζούρες μοναξιάς, για να γεμίσουν άπληστα το δικό τους το κενό. Η Άννα δεν πρόκειται να επιτρέψει σε κανέναν να παρευρεθεί.
Ήμουν δική σου, πριν με γεννήσει ο χρόνος. Ήμουν δική σου, πριν πάρω καν ετούτη την μορφή. Τώρα γνωρίζω. Ότι εδώ με περιορίζει, ότι σε αυτόν τον κόσμο με έχει δεμένη σφικτά, είναι αυτό, ακριβώς αυτό, αυτό που με έκανε να μπορέσω να σε νιώσω. Μα πως μπορώ να σε ακούσω, με όλη αυτή την φασαρία; Τα μάτια μου τσούζουν από τον πυρετό. Το σώμα μου βουλιάζει. Πονάω. Τίποτα άλλο δεν έχει σημασία, εκτός από Εσένα. Η αγκαλιά σου, είναι το μόνο που μετρά. Ξέρω τον δρόμο μου. Είμαι στο τέλος. Βλέπω Εσένα. Μυρίζω Εσένα. Γεύομαι Εσένα. Ακούω εσένα. Νιώθω Εσένα, όλο και πιο κοντά. Σε νιώθω να με αγγίζεις, νιώθω δροσερό υγρό να κυλάει στο σώμα μου, να καλύπτει το δέρμα μου, να με αγκαλιάζει στοργικά. Ευχάριστο μύρο, παρεξηγημένο. Και τι ζεστό, που είναι το κορμί μου!
Περάστε όλοι έξω!
Σήμερα έχουμε γιορτή!
Όταν είσαι συνδεδεμένος στο οξυγόνο, μια σπίθα αρκεί.
{-------------------}
Dance Macabre.
Τι όμορφη νύφη, που είναι η Άννα!
Και πόσο της πάει το χρώμα της φωτιάς! Το νυφικό της έχει το χρώμα του ουρανού! Κόκκινο νυφικό, γεμάτο φλόγες, σαν ανοιξιάτικο σούρουπο, μετά από μία καταιγίδα. Όμορφο νυφικό, καλοπλεγμένο, πολύτιμα πετράδια το στολίζουν, κατάμαυρα πετράδια, ερέβινοι ανθοί. Χιλιάδες αράχνες το ύφαιναν χρόνια ατελείωτα, απ' την αρχή του χρόνου, πριν καν προλάβει να γεννηθεί ο Ουρανός. Περίμεναν να το δωρίσουν στην εκλεκτή την νύφη, αυτή την μία, την μόνη που μπόρεσε να Δει! Λαμπρό στεφάνι φοράει στα μαλλιά της, χρυσό στεφάνι, στεφάνι πύρινο, μοναδικό! Πόσο ταιριάζει με τα ασημένια της μαλλιά, κορόνα διαλεκτή! Αιώνες περίμενε η Άννα για να στολιστεί. Και τα κατάφερε καλά, πιο όμορφη από όλες τις κοπέλες, καμιά δαντέλα δεν τολμάει να την κοροϊδέψει τώρα πια! Και πόσο ευτυχισμένη που φαίνεται η Άννα! Ολόκληρη η πλάση αντανακλά την ομορφιά της μέσα στα ολόλευκά της μάτια!
Η Άννα σήμερα, έπαιξε την δική της μουσική!
Άκουσε μόνο την καρδιά της! Και ήταν μια μελωδία που κανείς ποτέ δεν θα έπρεπε να ακούσει, μια μελωδία που την γνώριζε από πάντα, μια μελωδία γραμμένη για να μείνει μυστική. Στιγμή δεν σταμάτησε να παίζει. Ώσπου τα δάκτυλα της έγιναν ένα με τα πλήκτρα! Ενώθηκαν με αυτά.
Πολύκαρπη νύφη, που είναι η Άννα!
Έσπειρε τέκνα, από την πρώτη της φορά! Χιλιάδες νότες γεννηθήκαν στον αέρα, νότες ατίθασες, νότες σκληρές. Ξεχύθηκαν παντού χωρίς αναστολές. Γέμισαν τον ανοιξιάτικο αέρα, σκαρφάλωσαν στα δέντρα, τρύπωσαν μέσα από μπαλκόνια, συρθήκαν κάτω από πόρτες, φτάσαν σε κάθε γειτονιά. Και οι νότες έγιναν αράχνες. Χιλιάδες μικρές, κατάμαυρες αράχνες, αχόρταγες αράχνες, καρποί της Άννας και του Σκότους, μικροί παράνυφοι, πιστοί συνοδευτές. Γεμίσαν τον αέρα, γεμίσανε τα σπίτια, καλύψανε τους τοίχους, γεμίσαν τα ντουλάπια, σκαρφάλωσαν παντού. Και οι αράχνες άρχισαν να τσιμπάνε, άρχισαν να δαγκώνουν, άρχισαν να σκάβουν την σάρκα των ανθρώπων, να σκάβουν μέσα, να σκάβουν όλο και πιο βαθιά. Την σάρκα αυτών που δεν μπόρεσαν να νιώσουν, αυτών που κορόιδεψαν το χρώμα της δαντέλας, αυτών που δεν κατάφεραν ποτέ να αισθανθούν.
Σεμνή νύφη, που είναι η Άννα! Δεν θέλησε κανένας να την δει!
Κανένα πουλί δεν κελάηδησε το απόγευμα αυτό, καμία τηλεόραση δεν άνοιξε στην Καλλιδρομίου, καμιά κόρνα δεν σφύριξε νευρικά. Έρημοι δρόμοι. Έρημα σπίτια. Άψυχα σώματα στον δρόμο, στα πάρκα, στα σαλόνια, μαρμάρωσαν τα πάντα, ο χρόνος πάγωσε για λίγο, για την συνεύρεση αυτή.
Τι ντροπαλός γαμπρός, που είναι αλήθεια το Σκοτάδι!